δίωγμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A pursuit, chase, A.Eu.139 (pl.), Plb.1.34.9, Onos. 10.6 (pl.); δ. πώλων, = τοὺς διώκοντας πώλους, E. Or.988; ὑπ' ἀετοῦ δ. φεύγων Id.Hel.20; δ. ξιφοκτόνον, i. e. the sword, ib.354; τὰ πλούτου δ. eager pursuit of wealth, Pl.Plt.310b. II that which is chased, X. Cyn.3.9. III a secret rite in the Thesmophoria, from which men were driven away, Hsch.
German (Pape)
[Seite 648] τό, 1) das Verfolgte, das Wild, Xen. Cyr. 1, 4, 21. – 2) = δίωξις, das Verfolgen, Nachjagen. Aesch. Eum. 134; Eur. Andr. 993 u. öfter: τὰ πλούτων καὶ δυνάμεων διώγματα Plat. Polit. 310 b; Sp., wie Pol. 1, 34, 9.
Greek (Liddell-Scott)
δίωγμα: τό, (διώκω) καταδίωξις, κυνήγιον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 139, ἐν τῷ πληθ.· δ. πώλων = τοὺς διώκοντας πώλους Εὐρ. Ὀρ. 988· ὑπ᾿ ἀετοῦ δ. φεύγων = ὑπ᾿ ἀετοῦ διωκόμενος ὁ αὐτ. Ἑλ. 20 δ. ξιφοκτόνον, δηλ. τὸ ξίφος, αὐτόθι 354· τὰ πλούτου διώγματα, πρόθυμος ἐπιδίωξις τοῦ πλούτου, Πλάτ. Πολιτ. 310Β. ΙΙ. τὸ καταδιωκόμενον, τὸ θήραμα, Ξεν. Κυν. 3, 9. ΙΙΙ. μυστηριώδης τελετὴ κατὰ τὰ θεσμοφόρια, ἀφ᾿ ἧς οἱ ἄνδρες ἀπεδιώκοντο, Ἡσύχ.