ὑπόγειος

Revision as of 11:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

English (LSJ)

also ὑπόγαιος, ον, (γῆ)

   A underground, subterraneous, οἴκημα ὑπόγαιον Hdt.2.100,148 (vv.ll. -γεον, -γεα) ὀρύγματα ὑπόγαια mines, Id.4.200 (v.l. -γεα) ; ὑπογαίου (v.l. -γείου) βροντῆς A. Fr.57.10 (anap.); ὑπόγειον ὕδωρ Gp.2.6.33; ὑ. οἶνος stored in a cellar, Gal.19.95.    II ὑπόγειον or -γαιον, τό, an underground chamber, Plu.2.770e, Hdn.1.15.6.    III Astron., under the earth, Man.3.27, Gp.1.7.1; [ἄστρα] τὴν ὑ. φορὰν ἐνεχθέντα Placit.1.6.8: τὸ ὑ. the nadir, Vett.Val.75.24.—The form ὑπόγεως, ων, cited in Hdn.Epim.208 and Suid., occurs in codd. of Paus.2.2.1, 2.36.7; cf. ὑπογάιδιον.

German (Pape)

[Seite 1212] unter der Erde, unterirdisch; Aesch. frg. 51, wie Strab. 10, 3, 16, wo Cramer ὑπογαίου schreibt; Plat. Ax. 371 a; Luc. u. a. Sp. S. ὑπόγαιος und ὑπόγεως.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόγειος: Ἰων. καὶ νεώτ. Ἀττ. ὑπόγαιος, ον, (γῆ) ὁ ὑπὸ τὴν γῆν, οἴκημα Ἡρόδ. 2. 100, 148· ὑπ. ὄρυγμα, μεταλλεῖον, ὁ αὐτ. 4. 200· ὑπ. βροντή Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55. ΙΙ. ὑπόγειον ἢ -γαιον, τό, ὑπόγειος θάλαμος, Ἡρῳδιαν. 1. 15, Πλούτ. 2. 770E. - Ὁ τύπος, ὑπόγεως, ων, μνημονευόμενος ἐν Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. σ. 208, καὶ Σουΐδ., ἀπαντᾷ ἐν Ἀντιγράφ. τοῦ Παυσ. 2. 2, 1., 36. 7· καὶ ἀμφίβολ. τύπος ὑπογαίδιος παρ’ Ἡσυχ.