adj.
P. εὐαγωγός, εὐμαθής, εὐήνιος, V. εὔαρκτος, φιλήνιος.
Obedient: P. and V. εὐπειθής (Plat.), κατήκοος (Plat.), V. εὐπιθής, πείθαρχος.
Tame: P. and V. τιθασός (Soph., Frag.), ἥμερος, P. χειροήθης, Ar. ἠθάς.