κρεουργός

Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

όν,

   A working, i.e. cutting up, meat: κρεουργὸν ἦμαρ a day of slaughter and feasting, A.Ag.1592.    II Subst. κ., ὁ, butcher or carver, Poll. 7.25.

Greek (Liddell-Scott)

κρεουργός: -όν, (ἔργον) ὁ ἐργαζόμενος δηλ. κόπτων σάρκας· κρεουργὸν ἦμαρ, ἡμέρα σφαγῆς θυμάτων καὶ εὐωχίας, ἡμέρα καθ’ ἣν μετὰ τὴν σφαγὴν διενέμοντο κρέατα, Αἰσχύλ. εἰς Ἀγ. 1592, πρβλ. βουθύτοις ἐν ἤμασιν Χοηφ. 261.· ― ὡς οὐσιαστ., κρεουργός, ὁ, ὁ κόπτων κρέας, κρεοπώλης, Πολυδ. Ζ΄, 25.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui concerne le dépècement des viandes ; κρεουργὸν ἦμαρ ESCHL jour meurtrier.
Étymologie: κρέας, ἔργον.