παραμυθέομαι

Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

   A encourage, exhort one to do a thing, c. dat. pers. et inf., τοῖς ἄλλοισιν ἐγὼ παραμυθησαίμην οἴκαδ' ἀποπλείειν Il.9.417, cf. 684, 15.45 : later c. dat. pers. only, PFay.19.6 (ii A. D.) : also c. acc. pers. et inf., πῶς οὖν αὐτοὺς παραμυθησόμεθα προθύμους εἶναι; Pl.Lg. 666a ; παραμυθοῦ μ' (sc. ποιεῖν) ὅ τι καὶ πείσεις A.Pr.1063 (anap.); θαρσεῖν (sc. σε) οὐδὲν παραμυθοῦμαι S.Ant.935 (anap.).    2 speak soothingly to, c. acc., παρεμυθεῖτο attempted to reassure them, Th.3.75, cf. Pl.R.476e, etc.; encourage a dog, X.Cyn.6.25 : metaph., παραμυθεῖται ὁ σκάφος τὴν διψῶσαν ἄμπελον Gp.3.5.4 ; console, comfort, τινα Hdt.2.121.δ', Th.2.44, Alcid.Soph.10, Pl.Prt.346b, al.; ἡ φιλοσοφία τὴν ψυχὴν ἠρέμα παραμυθεῖται Id.Phd.83a ; π. τινὰ λόγοισι Ar.V.115 ; τινὰ ὀψαρίοις Id.Fr.45 ; τινὰ ἐπὶ τῇ κολάσει Luc. Tox.33 ; ἑαυτὸν τῆς ἥττης D.C.48.46 ; ταῖς ἐλπίσιν τἀλγεινὰ π. Men. 641 : c. neut. Adj., πόλλ' ἂν εἶχέ τις αὑτὸν παραμυθήσασθαι D.21.214 ; π. τὰς πόλεις ὡς . . console . . by saying that... X.HG4.8.1.    3 relieve, assuage, abate, π. ὁ οἶνος τὴν τοῦ γήρως δυσθυμίαν Thphr.Fr. 120 ; Ἐπίκουρος τἀποθνῄσκειν π. Demetr.Lac.Herc.1013.13 ; ᾄδουσιν ἡσυχῇ τὸ ἔργον -ούμενοι D.Chr.1.9 ; π. τὰς ἐν στρατοπέδοις συμφοράς Onos.1.13 ; π. τὸν φθόνον, τὸ πένθος, τὴν ξυμφοράν, Plu.Alc.13, Luc. Philops.27, DMort. 28.3 ; [θρίδακες] κόρυζαν π. Gp.12.13.11 ; πῦρ ἀνάψαντες τὸ πικρὸν τοῦ κρυμοῦ π. Alciphr.1.1.    4 soflen down, palliate, τὸ τῆς μοναρχίας ὄνομα Plu.Cleom.11 ; διὰ τῶν τῆς γοργότητος ἰδίων τὸ λίαν ὕπτιον Hermog.Id.2.4 ; explain away, τὸ μυθῶδες Plu.2.248b ; excuse, τὴν ἀπὸ μικρῶν ἐπίκλησιν Str.13.1.64.    5 support, justify a thesis, S.E.M.7.66, al., cf. παραμυθητέον 3 ; explain, Simp. in Ph.9.32.

German (Pape)

[Seite 490] zureden, um zu ermuntern u. zu trösten, c. inf., τινί, τοῖς ἄλλοισιν ἐγὼ παραμυθησαίμην οἴκαδ' ἀποπλείειν, Il. 9, 417; 15, 45; ἄλλο τι φώνει καὶ παραμυθοῦ μ' ὅ,τι καὶ πείσεις, Aesch. Prom. 1065; θαρσεῖν οὐδὲν παραμυθοῦμαι, Soph. Ant. 926; Ar. Vesp. 115; οὐκ ὀλοφύρομαι μᾶλλον ἢ παραμυθήσομαι, Thuc. 2, 44; δεώμεθα καὶ παραμυθώμεθα, Plat. Euthyd. 288 c; πῶς οὖν αὐτοὺς παραμυθησόμεθα προθύμους εἶναι, Legg. II, 666 a; Xen. u. Folgde; τοὺς δυστυχοῦντας, Alcid. sophist. 675, 1; Sp. euch συμφοράς u. ä., über ein Unglück trösten, einen Schaden od. Verlust ersetzen, ein Leiden erleichtern.

Greek (Liddell-Scott)

παραμῡθέομαι: ἀποθ., παραινῶ, προτρέπω τινὰ νὰ πράξῃ τι, μετὰ δοτ. προσ. κ. ἀπαρ., τοῖς ἄλλοισιν ἔφη παραμηθήσασθαι οἴκαδ’ ἀποκλείειν Ἰλ. Ι. 417, 684, πρβλ. Ο. 45. μετέπειτα, μετ’ αἰτ. προσ. κ. ἀπαρ., πῶς οὖν αὐτοὺς παραμυθησόμεθα προθύμους εἶναι Πλάτ. Νόμ. 666Α· παραμυθοῦ με (ἐξυπακ. ποιεῖν) ὅ τι καὶ πείσεις Αἰσχύλ. Πρ. 1063

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
I. exhorter :
1 conseiller : τινα avec l’inf., à qqn de;
2 encourager : τινα qqn;
3 consoler, réconforter : τινα qqn;
4 calmer par de bonnes paroles, acc.;
II. écarter ou atténuer par une explication indulgente, acc..
Étymologie: παρά, μυθέομαι.