ἐφημερία
English (LSJ)
ἡ,
A division of the priests for the daily service of the temple, LXX 1 Ch. 23.6, Ne.23.30, Ev.Luc.1.5. 2 the service itself, LXX 1 Es.1.16.
German (Pape)
[Seite 1117] ἡ, die Reihe nach der Tagesordnung, LXX., N. T
Greek (Liddell-Scott)
ἐφημερία: ἡ, τάξις ἢ σειρὰ ἱερέων οἵτινες ἐπὶ μίαν ἑβδομάδα κατὰ περιόδους ἐξετέλουν τὴν ἱερατικὴν αὑτῶν ὑπηρεσίαν, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 5, πρβλ. Ἑβδ. (Α΄, Παραλ. ΚΔ), καλουμένη πατριὰ ὑπὸ Ἰωσήπου ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 14, 7· πρβλ. Ἑβδ. (Α΄, Παραλ. ΚΔ, 4). - Κατὰ Σουΐδ.: «ἐφημερία, ἡ πατριά, λέγεται δὲ καὶ ἡ τῆς ἡμέρας λειτουργία». 2) ἱερατικὴ ὑπηρεσία ἐν ὡρισμένῃ σειρᾷ ἡμερῶν, Ἑβδ. (Νεεμ. ΙΓ΄, 30 κτλ.). 3) ἡ καθ’ ἑκάστην τελουμένη λειτουργία ἱερέως ἢ ἱερομονάχου ἐν τοῖς μοναστηρίοις, Βασίλ. ΙΙΙ. 645Α.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 service quotidien des prêtres dans le temple chez les Juifs;
2 ordre de succession des prêtres pour le service du temple pendant le jour SEPT.
Étymologie: ἐφήμερος.