α, ον, (ἀλκή)
A strong, mighty, δόρυ E.Hel.1152 (lyr.).
[Seite 99] kräftig, δόρυ Eur. Hel. 1152.
ἀλκαῖος: -α, -ον, (ἀλκὴ) ἰσχυρός, δυνατός, δόρυ, Εὐρ. Ἑλ. 1152 (λυρ.).
α, ον :robuste.Étymologie: ἀλκή.