ἀλκαῖος
From LSJ
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
English (LSJ)
α, ον, (ἀλκή) strong, mighty, δόρυ E.Hel.1152 (lyr.).
Spanish (DGE)
-α, -ον
ardido, esforzado δόρυ E.Hel.1152.
German (Pape)
[Seite 99] kräftig, δόρυ Eur. Hel. 1152.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
robuste.
Étymologie: ἀλκή.
Russian (Dvoretsky)
ἀλκαῖος: крепкий, мощный (δόρυ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλκαῖος: -α, -ον, (ἀλκὴ) ἰσχυρός, δυνατός, δόρυ, Εὐρ. Ἑλ. 1152 (λυρ.).
Greek Monolingual
ἀλκαῖος, -α, -ον (Α)
ισχυρός, δυνατός, κραταιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλκή.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀλκαία.
Greek Monotonic
ἀλκαῖος: -α, -ον (ἀλκή), δυνατός, ισχυρός, μέγας, λεβέντης, σε Ευρ.