μητρῷος

Revision as of 19:33, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

Dor. ματρ-, α, ον, contr. for μητρώϊος (q. v.),

   A of a mother, αἷμα A.Eu.230; τὰ πατρῷα καὶ μ. πήματα S.OC1196; μ. δέμας, periphr. for τὴν μητέρα, A.Eu.84; οἱ πατρῷοι καὶ μ. θεοί X.Cyn.1.15, cf. IG3.235; μ. τροφή, γάλα, Sor.1.86, 87; μ. κληρονομία PSI1.66.2 (v A. D.); τὰ μ. PMasp.6 ii 91 (vi A. D.).    2 τὸ μ. μόριον, = μήτρα, Hp.Epid.6.5.8.    II Μητρῷον (sc. ἱερόν), τό, temple of Demeter, Clitodem.1: more freq. temple of Cybele, esp. at Athens, where it was the depository of the state archives, D.19.129, Aeschin.3.187, Chamael. ap. Ath.9.407c, IG22.463.28.    2 Μητρῷα (sc. ἱερά), τά, the worship of Cybele, D.H.Dem.22, Plu.2.407c, IG12(7).237.64 (Amorgos).    b Μητρῷα, τά, music played in her honour, Duris 16 J.; in full, τὰ M. μέλη D.H.2.19; τὸ M. αὔλημα Paus.10.30.9.    3 Μητρῷος, ὁ (sc. μήν), month in Bithynia, Hemerolog.Flor.

German (Pape)

[Seite 180] mütterlich; κτανεῖν σ' ἔπεισα μητρῷον δέμας, Aesch. Eum. 84; αἷμα, 221, öfter; Soph. πατρῷα καὶ μητρῷα πήματα, O. C. 1198; μητρῷον φόνον, Eur. Med. 1305; λέκτρα μητρῴων γάμων, Phoen. 59, mit der Mutter, öfter; in Prosa, τὴν μητρῴαν οἴκησιν, Plat. Crit. 114 a; πρὸς θεῶν πατρῴων καὶ μητρῴων, Xen. Hell. 2, 4, 13; Sp., θηλή, Bahr. 89, 9. – Bes. die große Göttermutter Kybele betreffend, dah. τὸ μητρῷον, der Tempel der Kybele, der in Athen zum Aufbewahren der Volksbeschlüsse als Staatsarchiv diente, Dem. 19, 129; Chamael. bei Ath. IX, 407 c; – τὰ μητρῷα, sc. μέλη, Lieder zu Ehren der Göttermutter, Ath. XIV, 618 c, u. sc. ἱερά, der heilige Dienst derselben, Plut. Pyth. or. 25.

Greek (Liddell-Scott)

μητρῷος: Δωρ. μᾱτρ-, α, ον, συνῃρ. ἀντὶ μητρώιος, (ὃ ἴδε)˙ ἀνήκων εἰς μητέρα, ὁ τῆς μητρός, αἷμα Αἰσχύλ. Εὐμ. 230˙ τὰ πατρῷα καὶ μ. πήματα Σοφ. Ο. Κ. 1196˙ μ. δέμας, περίφρ. ἀντὶ τὴν μητέρα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 84˙ - τὰ μ., τὰ δικαιώματα τῆς μητρός, Ἡρόδ. 3. 53˙ οἱ πατρῷοι καὶ μ. θεοὶ Ξεν. Κυν. 1, 15, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 493. 2) τὸ μ. μόριον = μήτρα, Ἱππ. 1185 Α. ΙΙ. Μητρῷον (δηλ. ἱερόν), τό, ὁ ναὸς τῆς Δήμητρος, Κλειτόδημ. 1, ἴδε ἐν λ. μήτηρ˙ - ἀλλὰ συχνότερον, ὁ ναὸς τῆς Κυβέλης, ἰδίως ἐν Ἀθήναις, ἔνθα ἔκειτο παρὰ τὸ βουλευτήριον, καὶ ἐχρησίμευεν ὡς ἀρχεῖον ἐν ᾧ ἐφυλάττοντο τὰ δημόσια ἔγγραφα κλπ., Δημ. 381. 2, Ἀντιφῶν 30. 33, κτλ., ἴδε Böckh P. E. 2. 143, n. 421. 2) Μητρῷα (ἐξυπ. ἱερά), τά, ἡ λατρεία τῆς Κυβέλης, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 22, Πλούτ., κτλ.˙ ὡσαύτως, τὸ Μ. αὔλημα Παυσ. 10. 30, 9.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 de mère, maternel;
2 de la mère des dieux, de Cybèle ; τὸ μητρῷον (ἱερόν) le sanctuaire de Cybèle, à Athènes ; τὰ μητρῷα (ἱερά) le culte de Cybèle.
Étymologie: μήτηρ.