μετανοέω

Revision as of 19:33, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

   A perceive afterwards or too late, opp. προνοέω, Epich. [280]; opp. προβουλεύομαι, Democr.66; concur subsequently, τισι BGU747 i 11 (ii A. D.).    2 change one's mind or purpose, Pl. Euthd.279c, Men.Epit.72; μ. μὴ οὔτε . . τῶν χαλεπῶν ἔργων ᾖ τὸ . . ἄρχειν change one's opinion and think that it is not... X.Cyr.1.1.3.    3 repent, Antipho 2.4.12; ἐν τοῖς ἀνηκέστοις Id.5.91: freq. in LXX and NT, Si.48.15, al.; ἀπὸ τῆς κακίας Act.Ap.8.22; ἐκ τῶν ἔργων Apoc.9.20; ἐπὶ τῇ ἀκαθαρσίᾳ 2 Ep.Cor.12.21, cf. OGI751.9 (Amblada, ii B. C.); ἐπί τινι Luc.Salt.84, etc.; περί τινων Plu.Galb.6; τοῖς πεπραγμένοις Id.Agis 19: c. part., μ. γενόμενος Ἕλλην Luc.Am. 36.    4 c. acc., repent of, τὴν ἄφιξιν J.BJ4.4.5.

German (Pape)

[Seite 151] seinen Sinn ändern, eigtl. umdenken; μετανοήσας εἶπον, Plat. Euthyd. 279 c; ήναγκαζόμεθα μετανοεῖν, Xen. Cyr. 1, 1, 3; Sp., δέδια, μὴ ὕστερον μετανοήσητε, Luc. D. Mort. 10, 1; c. partic., am. 36; bereuen, bes. im N. T., wo es auch mit ἀπό, ἔκ τινος verbunden wird; – nachher überdenken, im Ggstz von προνοεῖν, Epicharm. bei Stob. fl. 1, 14.

Greek (Liddell-Scott)

μετανοέω: νοῶ κατόπιν ἢ πολὺ ἀργά, ἀντίθ. τῷ προνοέω, Ἐπίχ. 131 Ahr. 2) μεταβάλλω γνώμην ἢ σκοπόν, Πλάτ. Εὐθύδ. 279C· ἠναγκαζόμεθα μετανοεῖν μὴ οὐ... τῶν χαλεπῶν ἔργων ᾖ τό... ἄρχειν, ἠναγκαζόμεθα νὰ μεταβάλλωμεν γνώμην καὶ νὰ νομίζωμεν ὅτι δέν..., Ξεν. Κύρ. 1. 1, 3. 3) μεταμέλομαι, μετανοῶ, Ἀντιφῶν 120. 28· ἐν τοῖς ἀνηκέστοις ὁ αὐτ. 140. 17· τινι, ἐπί τινι, Πλουτ. Ἆγις 19· ἐπί τινι Λουκ. περὶ Ὀρχ. 84, κτλ.· περί τινος Πλουτ. Γάλβ. 6· μετὰ μετοχ., μετενόει γενόμενος Ἕλλην Λουκ. Ἔρωτες 36.

French (Bailly abrégé)

-οῶ;
changer d’avis ; regretter, se repentir : τινι, ἐπί τινι, περί τινος, de qch.
Étymologie: μετά, νοέω.