ἀμνίον
English (LSJ)
(not so well ἄμνιον), τό,
A bowl in which the blood of victims was caught, Od.3.444. 2 inner membrane round the foetus, Emp.71; cf. ἀμνειός. II Dim. of ἀμνός, Hermipp.3 (Ἄμνιος as pr. n. wrongly Et.Gen.).
German (Pape)
[Seite 126] τό, 1) die Schaale, mit der das Opferblut aufgefangen wird, Hom. einmal, Od. 3, 444 Περσεὺς δ' ἀμνίον εἶχε, hielt die Blutschaale; Zenodot hatte in seinem nach dem Alphabet geordneten Glossarium das Wort unter Δ, schrieb also (ohne Accent) δαμνιον, s. Scholl.; Apollodor meinte, man müsse αἱμνίον schreiben, ibid. – 2) die erste Haut, welche die Leibesfrucht umgiebt, Schaafhaut, Poll. 2, 223.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμνίον: (οὐχὶ τόσον ὀρθῶς ἄμνιον), ἀγγεῖον εἰς ὃ ἐδέχοντο τὸ αἷμα τῶν σφαζομένων ἱερείων, Ὀδ. Γ. 444 2) ὁ περικείμενος τῷ ἐμβρύῳ χιτών, «δύο δὲ περὶ τῷ ἐμβρύῳ χιτῶνές εἰσιν, ὧν τὸν μὲν ἔνδοθεν λεπτότερον ὄντα καὶ μαλακώτερον ἀμνίον Ἐμπεδοκλῆς καλεῖ…» Πολυδ. Β. 223: ― ὡσαύτως ἀμνεῖος χιτών: πρβλ. πωλίον ΙΙ. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ ἀμνός, «ἀρνάκι», Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 2: ἀλλ’ ἐν Ἐτυμ. Μ. 146. 25 λέγονται τὰ ἑξῆς: «ἄμνιος σημαίνει τὸν ἀμνὸν καὶ διὰ τοῦ ῑ γράφεται καὶ προπαροξύνεται: ὡς παρ’ Ἑρμίππῳ κτλ.»· ἐν Α. Β. 792 γράφεται ἀμνεῖον διὰ διφθόγγου.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vase pour le sang des sacrifices.
Étymologie: ἀμνός.