πωλίον
English (LSJ)
τό, Dim. of πῶλος,
A pony, Ar.V.189, Pax75, And.1.61, Arist.GA748a29; also, a young elephant, Ael.NA3.46.
II the membrane round the foal in the uterus, Arist.HA605a6.
German (Pape)
[Seite 827] τό, 1) dim. von πῶλος; Andoc. 1, 61; Ar. Vesp. 180 Pax 75. – 2) die Haut, welche das Fohlen im Mutterleibe umgiebt, Arist. H. A. 8, 24. Vgl. Bast zu Greg. Cor. p. 321.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
jeune poulain.
Étymologie: πῶλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πωλίον -ου, τό, demin. van πῶλος, veulentje.
Russian (Dvoretsky)
πωλίον: τό
1 жеребеночек, жеребчик Arph., Arst.;
2 оболочка плода в утробе кобылы Arst.
Greek Monolingual
τὸ, Α πῶλος
1. (υποκορ. του πώλος) μικρό πουλάρι
2. μικρός ελέφαντας
3. ο υμένας που περικαλύπτει τον πώλο όταν είναι έμβρυο μέσα στην μήτρα.
Greek Monotonic
πωλίον: τό, υποκορ. του πῶλος, πουλάρι, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πωλίον: τό, ὑποκορ. τοῦ πῶλος, κοινῶς «πουλάρι», ὥστ’ ἔμοιγ’ ἰνδάλλεται ὁμοιότατος κλητῆρος εἶναι πωλίῳ Ἀριστοφάν. Σφ. 189, Εἰρ. 75, Ἀνδοκ. 9. 5, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 8, 15. ΙΙ. ἡ περὶ τὸν πῶλον μεμβρᾶνα ἔμβρυον ἔτι ὄντα ἐν τῇ μήτρᾳ, καὶ τὸ καλούμενον πωλίον αἱ ἵπποι προεκβάλλουσι πρὸ τοῦ πώλου, δηλ. πρὶν γεννηθῇ ὁ πῶλος, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 24. 10· πβλ. ἀμνίον Ι. 2.