διάγγελος

Revision as of 19:35, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ὁ,

   A messenger, negotiator, esp. secret informant, go-between, Th.7.73.    2 military term, adjutant, Plu.2.678d; but, = Lat. speculator, Plu.Galb.24.

German (Pape)

[Seite 573] ὁ, Zwischenbote, Unterhändler, Thuc. 7, 73; der die Befehle des Feldherrn bekannt macht, Adjutant, Plut. Galb. 24; D. C. 40, 8.

Greek (Liddell-Scott)

διάγγελος: ὁ, ἀπεσταλμένος πρὸς διαπραγμάτευσιν, Λατ. internuncius, ἰδίως ὁ μυστικῶς πληροφορῶν, καταδότης, κατάσκοπος, Θουκ. 7. 73. 2) βραδύτερον, ἰδιαίτερος ἀξιωματικὸς ἐν τῷ ἑλλ. στρατεύματι, γνωστὰς ποιῶν τὰς διαταγὰς τοῦ στρατηγοῦ, ὑπασπιστής, ἀντὶ τοῦ Λατ. tesserarius, Πλούτ. Γάλβ. 24.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui qui transmet un message :
1 parlementaire ou négociateur secret;
2 postér. sorte d’adjudant, chargé de transmettre les ordres dans un corps de troupe.
Étymologie: διαγγέλλω.