διαγγέλλω
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
fut. διαγγελῶ: aor. διήγγειλα X.An.1.6.2:—give notice by a messenger, c. dat., Th.7.73, X. l.c., etc.; δ. εἰς… Id.Mem.3.11.3; πρός τινα Philipp. ap. D.12.16: generally, noise abroad, proclaim, δ. ὅτι… Pi.N.5.3; τι E.Hel.436, Pl.Prt. 317a: c. inf., order to do, E.IA353:—Med., διαγγέλλομαι pass the word of command from man to man, X.An.3.4.36.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. part. fem. διαγγέλλοισα Pi.N.5.3]
I ref. al lenguaje, esp. oral
1 informar de, dar noticias sobre, comunicar πυλωρὸς ... ὅστις διαγγείλειε τἄμ' ἔσω κακά E.Hel.436, c. dat. τὸ Κύρου στράτευμα βασιλεῖ διαγγεῖλαι X.An.1.6.2, ἕκαστα τῶν γινομένων λάθρα δ. αὐτῷ I.AI 7.201, τοῦτό τις τῶν οἰκετῶν αὐτοῦ διαγγέλλει τῷ Τιβερίῳ I.BI 2.180, τά τε βουλεύματα αὐτοῦ πάντα ... ἐκείνῳ διήγγειλε D.C.40.20.2, c. inf. Δαναΐδαι δ' ἀφιέναι ναῦς διήγγελλον E.IA 353, διήγγειλα οὖν Ἰσίγγῳ ... ἀγοράζειν ... PSI 559.5 (III a.C.), c. or. complet. γραμματοφόροι, μηδὲν ἄλλο διαγγέλλοντες ἢ ὅτι ... D.C.63.11.4, en v. pas. ἃ ... οὔτι γε καὶ προσήκοντά ἐστιν οὔτε πολυπραγμονεῖσθαι παρ' ἐλευθέροις ἀνθρώποις οὔτε σοὶ διαγγέλλεσθαι cosas que no son adecuadas ni para que sean motivo de preocupación para hombres libres ni para que te sean comunicadas D.C.55.19.1
•frec. en uso abs. comunicar la noticia, transmitir el mensaje οἱ ἀκούσαντες διήγγειλαν τοῖς στρατηγοῖς τῶν Ἀθηναίων los que recibieron el mensaje se lo transmitieron a los estrategos atenienses Th.7.73, ἐπειδὰν εἰς πλείους διαγγείλωμεν a medida que se lo hagamos saber a más personas X.Mem.3.11.3, ἵνα μὴ διαγγέλλωσι Arist.Mir.837a5, καλῶς ἂν οὖν ποιήσαις τοῖς τ[ε] παισὶ πᾶσι διαγγείλας PLugd.Bat.20.24.4 (III a.C.)
•en v. med. trasmitirse la orden unos a otros, X.An.3.4.36.
2 proclamar, anunciar en público οἱ γε πολλοὶ ... ἅττ' ἂν οὗτοι διαγγέλλωσι, ταῦτα ὑμνοῦσιν la muchedumbre corea lo que estos proclaman Pl.Prt.317a, σὺ δὲ ἀπελθὼν διάγγελλε τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ Eu.Luc.9.60, ἡ δὲ φήμη ταχὺ διαγγέλλουσα τὴν πρᾶξιν ἐπὶ τὰς πόλεις Plu.Cam.24, c. or. complet. γλυκεῖ' ἀοιδὰ, στεῖχ' ... διαγγέλλοισ' ὅτι ... ponte pues en camino, dulce canto, para proclamar que ... Pi.l.c., τοῦ στρατηγοῦ ... διαγγέλλοντος πρὸς ἅπαντας ὅτι ... Philipp.Maced.2.16, en v. pas. κατὰ δὲ τὴν Ἑλλάδα διαγγελθείσης τῆς ἀποκρίσεως τῆς τοῖς Ἀχαιοῖς δεδομένης Plb.30.32.11, τὰ τῇ βουλῇ δόξαντα διηγγέλθη D.C.44.34.4
•pregonar, celebrar τὸ ὄνομά μου ἐν πάσῃ τῇ γῇ LXX Ex.9.16, τὴν ἀρετὴν καὶ χορηγίαν αὐτῆς (τῆς πόλεως) IClaros 1.P.5.9 (II a.C.).
II no ref. al lenguaje transmitir τοῦ μεταξὺ τῆς τε ὄψεως καὶ τοῦ ὁρωμένου διαφανοῦς ... τὸ εἶδος τὸ ἀπὸ τοῦ ὁρατοῦ τῇ ὄψει διαγγέλλοντος el espacio traslúcido que media entre la visión y el objeto visto trasmitiendo a la visión la forma procedente de lo visible Alex.Aphr.de An.141.36, cf. 143.1, en v. pas. Alex.Aphr.de An.143.3.
German (Pape)
[Seite 573] durch einen Boten melden, als ein Bote od. Zwischenträger Bericht erstatten, τινί, Thuc. 7, 73; πρός τινα, Dem. 12, 16 (ep. Philipp.); Xen. An. 1, 6, 2. 7, 1, 14 u. sonst; gew. allgemeiner: überall hin verkündigen, bekannt machen, Pind. N. 5, 3; Eur. I. A. 353; Plat. Prot. 317 a u. öfter, wie Folgde; ἡ φήμη διαγγέλλουσα τὴν πρᾶξιν εἰς τὰς πόλεις Plut. Camill. 24. – Med., bei Xen. An. 3, 4, 36, einander etwas zurufen.
French (Bailly abrégé)
1 envoyer un message;
2 transmettre un ordre, ordonner, inf.;
3 publier, faire savoir;
Moy. διαγγέλλομαι = se transmettre le mot de passe ou se transmettre le mot d'ordre.
Étymologie: διά, ἀγγέλλω.
Russian (Dvoretsky)
διαγγέλλω:
1 рассылать вести, оповещать, сообщать (τινι Thuc., Xen., πρός τινα Dem., Plut. и εἴς τινα Xen.);
2 передавать, рассказывать (τι Eur., Plat.): ἡ φήμη διαγγέλλουσα τὴν πρᾶξιν ἐπὶ τὰς πόλεις Plut. разнесшийся по городам слух об этом событии;
3 отдавать приказание (ποιεῖν τι Eur.): βουλόμενοι ἀπιέναι καὶ διαγγελλόμενοι Xen. решившие отступить и передающие друг другу (соответствующие) распоряжения;
4 (о тайне), разглашать Arst.
Greek (Liddell-Scott)
διαγγέλλω: μέλλ. -ελῶ, ἀόρ. διήγγειλα (ἴδε ἀγγέλλω):- γνωστοποιῶ διὰ μέσου ἀγγελιαφόρου, ἀποστέλλω ὡς ἀγγελίαν, Ξεν. Ἀν. 1. 6, 2, κτλ.· διαγγ. εἰς … ὁ αὐτ. Ἀπομν. 3. 11, 3· πρός τινα Φίλιππ. παρὰ Δημ. 163. 8· - καθόλου, καθιστῶ γνωστόν, κοινολογῶ,
English (Slater)
διαγγέλλω proclaim abroad γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ' ἀπ Αἰγίνας διαγγέλλοισ ὅτι Λάμπωνος υἱὸς νίκη (N. 5.3)
English (Strong)
from διά and the base of ἄγγελος; to herald thoroughly: declare, preach, signify.
English (Thayer)
2nd aorist passive διηγγελην; from Pindar down; to carry a message through, announce everywhere, through places, through assemblies of men, etc.; to publish abroad, declare, (see διά, C. 8): τί, διαγγέλλων, namely, to all who were in the temple and were knowing to the affair); with the addition ἐν πάσῃ τῇ γῆ, 2 Maccabees 3:34.)
Greek Monolingual
(AM διαγγέλλω) διάγγελος
1. κοινοποιώ επίσημα με διαγγελέα
2. διαβιβάζω διαταγή, γνωστοποίηση με αγγελιαφόρο
αρχ.
1. εντέλλομαι, διατάζω
2. διαδίδω
3. μέσ. πληροφορούμε ο ένας τον άλλο.
Greek Monotonic
διαγγέλλω: μέλ. -ελῶ, αόρ. αʹ διήγγειλα· στέλνω ειδοποίηση με έναν αγγελιαφόρο, μηνώ ως απεσταλμένος, σε Ξεν.· γενικά, κοινοποιώ, ανακηρύσσω, σε Ευρ., Πλάτ.· με απαρ., διαμηνύω να γίνει, παραγγέλλω, διατάζω, σε Ευρ. — Μέσ., διαβιβάζω τη διαταγή από άνδρα σε άνδρα, πληροφορούμε ο ένας τον άλλο, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. ελῶ aor1 διήγγειλα
to give notice by a messenger, to send as a message, Xen.:—generally, to noise abroad, proclaim, Eur., Plat.; c. inf. to order to do, Eur.:—Mid. to pass the word of command from man to man, inform one another, Xen.
Chinese
原文音譯:diaggšllw 笛-昂給羅
詞類次數:動詞(3)
原文字根:經過-信息 相當於: (סָפַר / סׄפֵר) (עָבַר) (רוּעַ)
字義溯源:周全地傳布,傳揚,傳遍,報明,宣告;由(διά)*=通過)與(ἄγγελος)=使者)組成;而 (ἄγγελος)出自(ἀγγελία)X*=帶來消息)
出現次數:總共(3);路(1);徒(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 傳遍(1) 羅9:17;
2) 報明(1) 徒21:26;
3) 傳揚(1) 路9:60