ἀποτίνω

Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

Arc. ἀπυτείω IG5(2).6.43 (Tegea, iv B.C.), fut. -τείσω: aor. -έτεισα; Thess. 3sg. aor. imper. ἀππεισάτον ib.9(2).1229 (ii B.C.):—

   A repay, τιμὴν δ' Ἀργείοις ἀποτινέμεν Il.3.286; εὐεργεσίας ἀποτίνειν Od.22.235.    2 pay for a thing, πρὶν . . μνηστῆρας ὑπερβασίην σίην ἀποτεῖσαι ib.13.193; Πατρόκλοιο δ' ἕλωρα . . ἀποτείσῃ may atone for making a prey of Patroclus, Il.18.93; σύν τε μεγάλῳ ἀπέτεισαν made atonement with a great price, ib.4.161; ἀ. αἷμα A.Ag.1338 (lyr.); πληγὰς τῶν ὑπεραύχων S.Ant.1352.    3 more freq., pay in full, τίσιν οὐκ ἀποτείσει Orac. ap. Hdt.5.56, cf. 3.109; ζημίην Id.2.65; ἀργύριον Ar.V.1255; ἐγγύας Antipho 2.2.12, cf. 5.63; χρήματα Lys. 1.29; ἀξίαν Luc.DMort.30.1; ἀπότεισον pay the wager! Ar.Pl.1059; in Law παθεῖν ἢ ἀποτεῖσαι are opposed to denote personal or pecuniary penalties, e.g. Lexap. D.21.47, cf. ib.25; τί ἄξιός εἰμι παθεῖν ἢ ἀ.; Pl.Ap.36b, cf.Plt.299a, Lg.843b, al.    4 c. acc. pers., ἀλάστωρ . . τόνδ' ἀπέτεισεν made him the price, A.Ag.1503 (lyr.).    5 τὸ πεπρωμένον ἀ. pay the debt of fate, i.e. die, Epigr.Gr.509 (Thess.).    II Med., ἀποτίνομαι, poet. ἀποτίνῠμαι (freq. written -τίννυμαι) Il.16.398, Hes.Op.247 (s.v.l.), Thgn.362, Hdt.6.65: fut. -τείσομαι:—to get paid one, exact or require a penalty from, πόλεων δ' ἀπετίνυτο ποινήν Il.16.398, etc.: c. dupl. acc., ἀποτείσασθαι δίκην ἐχθρούς E. Heracl.852; δέκα τάλαντ' ἀ. Eup.317 (dub.), etc.    2 c. acc. pers., ἀποτείσασθαί τινα avenge oneself on another, punish him, Od.5.24, X. Cyr.5.4.35, etc.    3 c. acc. rei, take vengeance for a thing, punish it, εἴ κέ ποτέ σφι βίας ἀποτείσεται Od.3.216, cf. 16.255; τὰ παράνομα . . θεὸς ἀ. Ar.Th.684: c. gen. rei, ἀ. τῶν . . ἱρῶν κατακαυθέντων Hdt.6.101, v. supr.1.2: abs., take vengeance, Thgn. l.c., Sol.4.16. [ἀποτίνω] has ῑ by position before νϝ in Ep., ῐ in Att. For ἀποτίνυμαι, which has ῑ by nature, ἀποτείνυμαι should perh. be read in early texts; cf. foreg.]

German (Pape)

[Seite 331] (s. τίνω, ι bei Ep. -, att. ñ), Einem etwas als Buße od. Ersatz bezahlen, τιμήν τινι Il. 3, 286; νῦν μοι τὴν κομιδὴν ἀποτίνετον 8, 186, vgl. Her. 3, 109; σύν τινι Il. 4, 161; εὐεργεσίας, Wohlthaten vergelten, Od 22, 235; ὑπερβασίην ἀποτῖσαι, abbüßen, 13, 193; νῦν δ' ἁθρόα πάντ' ἀπέτισεν Od. 1, 43, vgl. Iliad. 22, 271; αἷμα, φόνον, für einen Mord büßen, Aesch. Ag. 1311 Eur. I. T. 338; ζημίαν Plat. Legg. IX, 882 a; τίσιν τινί Her. 3, 109, Strafgeld erlegen; τῆς ἀνοίας τοὺς μισθούς Pol. 4, 35, 15. Sehr gew. im att. Recht, παθεῖν ἢ ἀποτῖσαι, von Leibes- und Geldstrafen, Plat. Apol. 36 b; Aesch. 1, 15 u. sonst; übh. Schuldiges bezahlen, Sold, Xen. An. 7, 6, 16; χρήματα Lys. 1, 29; Xen. Cyr. 8, 8, 6; λειτουργίαν Dem. 28, 17; – ἀποτιστέον Xen. Lao. 9, 5. – Med., sich von Einem etwas büßen lassen, rächen; πολύπικρα καὶ αἰνὰ βίας ἀποτίσεαι Od. 1, 6, 255; βίας τινί, Gewallthaten an Einem rächen, Od. 3, 216; βίας τινός, Jemandes Gewaltthaten strafen, 11, 118; ἀπετίσατο ποινὴν ἰφθίμων ἑτάρων, Buße für die getödteten Gefährten, Od. 23, 312; τινά, sich an Jemandem rächen, 13, 386; τούτους οἱ θεοὶ ἀποτίσαιντο, strafen. Xen. An. 3, 2, 6; Cyr. 5, 4, 35; ἀποτίσασθαι δίκην ἐχθρούς, sich Genugthuung von den Feinden verschaffen, Eur. Heracl. 852. 882. Auffallend steht Aesch. Ag. 1484 ἀλάστως τόνδ' ἀπέτισε, wo man das med. erwartete.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτίνω: μέλλ. -τίσω: πληρώνω τι εἴς τινα ὡς ποινήν, πρόστιμον, ἢ ὡς ἀντιστάθμισμά τινος, τιμὴν δ’ Ἀργείοις ἀποτινέμεν, ἥν τιν’ ἔοικεν Ἰλ. Γ. 286· ἀνταποδίδω, εὐεργεσίας ἀποτίνειν Ὀδ. Χ. 235. 2) πληρώνω δι’ ὅσα ἔκαμα πρὶν πᾶσαν μνηστῆρας ὑπερβασίην ἀποτῖσαι Ὀδ. Ν. 193 (ἐν Γ. 206 εἶχεν εἰπεῖ, τίσασθαι μνηστῆρας ὑπερβασίης, νὰ κάμῃ αὐτοὺς νὰ πληρώσωσι διά…)· Πατρόκλοιο δ’ ἕλωρα… ἀποτίσῃ, «τιμωρίαν δὲ παράσχῃ ἀξίαν ὑπὲρ τῆς Πατρόκλου ἀναιρέσεως» (Σχόλ.), Ἰ. Σ. 93· σύν τε μεγάλῳ ἀπέτισαν σὺν σφῇσιν κεφαλῇσι γυναιξί τε καὶ τεκέεσσιν, «καὶ σὺν μεγάλῳ τόκῳ ἀποτίσουσι σὺν ταῖς ἑαυτῶν κεφαλαῖς καὶ γυναιξὶ καὶ τοῖς τέκνοις» (μετάφ. Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Δ.161· οὕτως, ἀπ. αἷμα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1338· πληγὰς τῶν ὑπεραύχων Σοφ. Ἀντ. 1352. 3) συχνότερον πληρώνω ὁλοκλήρως, ἐξ ὁλοκλήρου, τίσιν οὐκ ἀποτίσει Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 56, πρβλ. 3. 109 ζημίην Ἡροδ. 2.65· ἀργύριον Ἀριστοφ. Σφ. 1256· ἐγγύας Ἀντιφῶν 117.32, πρβλ. 136.43· χρήματα Λυσ. 94. 26· ἀξίαν Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 30. 1· ἀπότισον, «ἀπόδος τὸ συμπεφωνημένον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Πλ. 1059: - δικανικῶς, παθεῖν ἢ ἀποτῖσαι, συνεχῶς ἀντιτίθενται ὡς σημαίνοντα σωματικὴν ἢ χρηματικὴν ποινήν, Νόμ. παρὰ Δημ. 529. 23, πρβλ. 523. 2· ὅ,τι χρὴ παθεῖν ἢ ἀπ. Πλάτ. Πολιτ. 299Α. πρβλ. Ἀπολ. 36Β, Νόμ. 843Β, κ. ἀλλ. 4) ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1503 ἀλάστωρ... τόνδ’ ἀπέτισεν, ὁ Ἕρμαννος ἑπόμενος τῷ Conington ἑρμηνεύει, τὸν ἐπλήρωσεν ὡς χρέος, τὸν προσήνεγκεν ὡς θῦμα, διότι τὸ ἀπέτισεν δυσκόλως δύναται νὰ θεωρηθῇ ὅτι ἐτέθη ἀντὶ τοῦ ἀπετίσατο, ἐξεδικήθη. ΙΙ. Μέσ., ἀποτίνομαι, ποιητ. ἀποτίνυμαι (συχν. γραφόμενον -τίννυμαι). Ὅμ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 245, Θέογν. 362, Ἡρόδ. 6. 65, Αἰσχίν. 73. 8: μέλλ. -τίσομαι: - πληρώνομαι, εἰσπράττομαι δίκην, τιμωρίαν, πόλεων δ’ ἀπετίνυτο ποινήν, «πολλῶν δὲ εἰσεπράττετο δίκην» (μετάφρ. Θ. Γαζῆ) Ἰλ. Π. 398 (ἔνθα ἴδε Spitzn.), κτλ.· ἀποτίθασθαι δίκην πρβλ. Ἐλμσλ. Εὐρ. Ἡρακλ. 852· δέκα τάλαντ’ ἀπ. Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 16, κτλ. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἀποτίθασθαί τινα, τιμωροῦμαί τινα, ἀποτίσεται, «τιμωρήσεται» (Σχόλ.), Ὀδ. Ε. 24, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 35, κτλ. 3) μετ’ αἰτιατ. πράγμ., ἐκδικοῦμαι, λαμβάνω ἐκδίκησιν διά τι, εἴ κέ ποτέ σφι βίας ἀποτίσεται Ὀδ. Γ. 216· τιμωρῶ τι, κείνων γε βίας ἀποτίσεται ἐλθών, θὰ τιμωρήσῃς τὰς βιαιοπραγίας των, αὐτόθι Λ. 118· τὰ παράνομα... θεὸς ἀπ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 684: - μετὰ γεν. πράγμ., ἀπ. τῶν ἱρῶν κατακαυθέντων Ἡρόδ. 6.101, ἴδε ἀνωτ. Ι. 2: - ἀπολ., λαμβάνω ἐκδίκησιν, ἐκδικοῦμαι, Θέογν. ἔνθ’ ἀνωτ., Σόλων 15. 16. [Ἐν τῷ ἐνεστ. ῑ παρ’ Ἐπ., ῐ παρ’ Ἀττ.: μέλλ. ἀείποτε ῑ.]

French (Bailly abrégé)

payer en retour : μισθόν XÉN une solde ; fig. τιμήν τινι IL honorer qqn en retour ; εὐεργεσίας ἀπ. OD témoigner sa reconnaissance par des bienfaits ; particul. payer en échange d’une faute, dédommager : τίσιν ἀπ. HDT acquitter sa dette, expier une faute ; ἀπ. ζημίην HDT payer une amende ; payer pour, expier : ὑπερβασίην OD son insolence ; αἷμα ESCHL, φόνον EUR le sang répandu, un meurtre;
Moy. ἀποτίνομαι faire payer : ποινήν τινος OD tirer vengeance de qqn ; βίας τινός OD ou βίας τινί OD faire payer à qqn ses violences, l’en punir ; avec l’acc. de la pers. : ἀπ. τινα punir qqn, tirer vengeance de qqn.
Étymologie: ἀπό, τίνω.