ἀναγωγή
English (LSJ)
ἡ,
A leading up, esp. taking a ship into the high sea, putting to sea, ἀ. γίγνεται Th.6.30, X.HG1.6.28. b bringing upstream, of a ship, OGI56.51 (Egypt, iii B. C.). 2 bringing up from the stomach or lungs, πτυάλου ἀ. expectoration, Hp.Acut.54, cf. 58; σιτίων ἀπέπτων ἀ. vomiting, Epid. 1.5; φάρμακα τῆς ἀ. expectorants, Morb. 3.15; αἵματος Erasistr. ap. Gal.Libr.Propr.1, Plb.2.70.6. 3 bringing up, rearing, φυτῶν Thphr.CP3.7.4. 4 lifting up of the soul to God, Iamb.Myst.3.7; ἡ πρὸς τὸ πρῶτον ἀ. Porph.Sent.30, cf. Eun. VSp.482B. 5 evocation, Σεμέλης Plu.2.293d. 6 sublimation, αἰθαλῶν Zos.Alch.p.141B.<*> distillation, ὕδατος ibid. II referring to a principle, Arist.Metaph.1005a1; of phenomena to a cause, 1027b14: generally, ἀ. πρός τι ποιεῖσθαι Epicur.Sent.23; ἐπὶ τὸ κοινωνικὸν τέλος M.Ant.12.20. 2 resolution of definitions into syllogisms, Arist.APo.90a37. 3 reference to a principle, Id.Metaph.1027b14. 4 return of a defective slave to vendor (cf. ἀνάγω A.11.5), ἀ. ἔστω Pl.Lg.916a; ἀναγωγὴν ποιεῖσθαι ib. b; ἀναγωγῆς τυχεῖν ib.a, cf. Hyp.Ath.15. 5 reference of a claimant to a third party, Foed.Delph.Pell.2A17. 6 delivery, payment, γενημάτων PTeb.24.56 (ii B. C.); φόρων Philostr.VS2.12.2 codd. 7 ἀναγωγαί, αἱ, = sq., Ath.9.395a.
German (Pape)
[Seite 185] ἡ, 1) das Hinausführen, a) des Geistes, Erhebung zu abstracter Speculation, bes. K. S. – b) νεῶν, auch ohne den gen., das Auslaufen der Schiffe in die hohe See, Thuc. 3, 29. 6, 30; Xen. Hell. 1, 6, 28 u. folgde. Bei Ath. IX, 394 e ist wohl ἀναγώγια zu lesen, w. m. s.; ἀναγωγὴν ποιεῖσθαι = ἀνάγεσθαι, Pol. 1, 46 u. öfter. Bes. die Fahrt der Griechen nach Troja, Hesych., s. ἀνάγω. – c) αἵματος, Pol. 2, 70 u. Medic., Blutsturz, s. φθόη. Auch der Auswurf. – d) Erziehung, Zucht, Pol. 33, 15. – 2) das Zurückbeziehen auf etwas, Arist. Metaph. 3, 2, 22; bes. die Regreßklage, beim Kauf auf Zurückerstattung, Plat. Legg. XI, 916 a ff; B. A. ἀπόδοσις τοῦ κακῶς πραθέντος ἀνδραπόδου.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγωγή: ἡ, τὸ ἀνάγειν, ἰδίως πλοῖον εἰς τὸ πέλαγος, ὁ ἔκπλους, ἀναγ. γίγνεται Θουκ. 6. 30, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 28. 2) ἡ ἐκ τοῦ στομάχου ἢ τῶν πνευμόνων ἀναγωγή, πτυέλου ἀναγ. ἀπόχρεμψις φλεγμάτων, Ἱππ. περὶ Ὀξ. 393· σιτίων ἀν. ἔμετος, ὁ αὐτ. Ἐπιδ. 1. 943, πρβλ. Ἀρ. 1253· αἵματος Ἐρασίστρ. παρὰ Γαλην. 19. 14. 3) ἡ περιποίησις τῶν φυτῶν καὶ ἡ φροντὶς πρὸς σχηματισμὸν αὐτῶν κατά τε τὸ ὕψος καὶ τὸ πλάτος καὶ τὰ ἄλλα, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 7, 4· ἀγωγή, παίδευσις, ἀνατροφή, Πολύβ. 33. 15, 5. 4) ἐξύψωσις τῆς ψυχῆς εἰς οὐράνια πράγματα, Συνέσ. 50C: ἐντεῦθεν παρ’ Ἐκκλ. μυστικὴ ἑρμηνεία. ΙΙ. τὸ ἀναφέρειν, ὑπάγειν, ἀνάγειν εἰς ἀρχήν τινα ἢ εἴς τι, Ἀριστ. Μεταφ. 3. 2, 22· ἡ ἀναγωγὴ φαινομένων εἰς αἰτίαν, αὐτόθι 5. 3, 4. 2) ἀναγωγὴ συλλογισμῶν (ἴδε ἀνάγω ΙΙ. 4), ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Ἱστ. 2. 3. 1. 3) ἡ ἀπόδοσις, ἐπιστροφὴ κατὰ τὸν νόμον, Λατ. redhibitio· ἀναγ. ἐστί, ἀποζημίωσις ἐγένετο, Πλάτ. Νόμ. 916Α· ἀναγωγὴν ποιεῖσθαι, ἀνάγειν πρὸς ἀποζημίωσιν, αὐτόθι Β· ἀναγωγῆς τυγχάνειν, λαμβάνειν ἀποζημίωσιν, αὐτόθι· ἴδε Att. Process. σ. 525.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de gagner le large.
Étymologie: ἀνάγω.