ἀπόχρεμψις
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
-εως, ἡ, expectoration, Id.Aph.4.47.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [jón. nom. plu. ἀποχρέμψιες Hp.Aph.4.47]
expectoración Hp.l.c., Epid.7.7, 9, Meletus en An.Ox.3.104.
German (Pape)
[Seite 336] ἡ, das Auswerfen, Aushusten, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόχρεμψις: -εως, ἡ, τὸ ἀποχρέμπτεσθαι, αἱ ἀποχρέμψιες αἱ ἐν τοῖσι πυρετοῖσι μὴ διαλείπουσιν αἱ πελιδναί, ἔνθα κεῖται τὸ ἀποχρέμψεις ἀντὶ τοῦ ἀποχρέμματα, Ἱππ. Ἀφ. 1251 κτλ., «ἀπόχρεμψις δὲ ἐπὶ τῇ καθάρσει τοῦ λάρυγγος (ἢ φάρυγγος) καὶ τραχείας ἀρτηρίας» Μελέτ. ἐν Ἀν. Ὀξ. τ. 3, σ. 104. 24.