ἀνεμώλιος
English (LSJ)
ον,
A windy, Hom., but only metaph., ἀνεμώλια βάζειν talk words of wind, Il.4.355, Od.11.464; οἱ δ' αὖτ' ἀνεμώλιοι are like the winds, i.e. empty boasters, Il.20.123; τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως; why bear thy bow in vain? 21.474; δίκη ἀ., of a trial, Maiist.38; ἔπεσεν . . ἀνεμώλιον αὔτως Theoc.25.239; εἶπε δ' ὕδωρ πίνειν, ἀνεμώλιος the empty fool! AP11.61 (Maced.); ἀ. ἀσπίδα θεῖναι make it powerless, i.e. harmless, Orph.L.512.—Ep. and Ion. word, used by Luc.Astr.2. (From ἄνεμος, with Aeol. ending -ώνιος, by dissimilation -ώλιος, Eust.1214.27; cf. μετα-μώνιος.)
German (Pape)
[Seite 223] windig; übertr., nichtig, vergeblich, ἀνεμώλια βάζειν, Il. 4, 355 Od. 11, 464; τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως; Il. 21, 474, was hast du so vergeblich den Bogen? οἶστρος ἀν. Anacr. 59, 15; Theocr. 25, 239; – ἀνεμωλία, ἡ, bei Theophr., ist eine Pflanze, =
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμώλιος: -ον, ἀνεμιαῖος, πλήρης ἀνέμου, Ὅμ., ἀλλὰ μόνον μεταφ., ἀνεμώλια βάζειν, λέγειν λόγους τοῦ ἀνέμου, «λόγια τοῦ ἀέρος», «κενὰ φθέγγεσθαι», (Εὐστ.), Ἰλ. Δ. 355. Ὀδ. Λ. 464· οἱ δ’ αὖτ’ ἀνεμώλιοι, ὅμοιοι ἀνέμοις, ἄστατοι, ἀνίκανοι, Ἰλ. Υ. 123· τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον ...; διατὶ κρατεῖς τὸ τόξον σου ματαίως; Φ. 474· ἀνεμώλια γάρ μοι ὁπηδεῖ (ἐνν. τὰ τόξα) Ε. 216· ἔπεσεν... ἀνεμώλιον αὔτως Θεόκρ. 25. 239· εἶπε δ’ ὕδωρ πίνειν, ἀνεμώλιος, ὁ ἀνόητος, ὁ κοῦφος τὸν νοῦν! Ἀνθ. Π. 11. 61· ἀν. ἀσπίδα θεῖναι, καθιστῶ αὐτὴν ἀνίσχυρον, ὅ ἐ. ἀβλαβῆ, Ὀρφ. Λιθ. 506. - Ἐπ. λέξις καὶ ἐν χρήσει ὡς τοιαύτη παρὰ Λουκ. Ἀσρολ. 2. (Ἐκ τοῦ ἄνεμος: πρὸς τὸν σχηματισμὸν πρβλ. μεταμώνιος).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
léger ou vide comme le vent ; inutile ; adv. • ἀνεμώλια vainement.
Étymologie: ἄνεμος.