ἀνορούω

Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

poet. Verb, used by Hom. only in aor. 1 (X.Eq.3.7,8.5 has pres. inf. and part.):—

   A start up, leap up, abs., Il.9.193, Od.3.149, Sapph.Supp.20a.11, etc.; ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν Od.22.23; ἐξ ὕπνοιο μάλα κραιπνῶς ἀ. Il.10.162, etc.; ἐς δίφρον δ' ἀ. 11.273; so Ἠέλιος δ' ἀνόρουσε . . οὐρανὸν ἐς .. Helios went swiftly up the sky, Od. 3.1; τοῖσι δὲ Νέστωρ ἡδυεπὴς ἀ. Il.1.248; ἀνορούσαις (Aeol. part.) Pi. O.7.37.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνορούω: ποιητ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ ἀορ. α΄ (ὁ Ξεν. ἐν Ἱππ. 3. 7., 8. 5 ἔχει τὸ ἀπαρ. τοῦ ἐνεστ. καὶ τὴν μετοχ.): ― ἀνεγείρομαι, ἀναπηδῶ, ἀνορμῶ, ἀπολ., Ἰλ. Ι. 193, Ὀδ. Γ. 149, κτλ.· ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν Χ. 23· ἐξ ὕπνοιο μάλα κραιπνῶς ἀν. Ἰλ. Κ. 162, κτλ. ἐς δίφρον δ’ ἀν. Λ. 273, 399· οὕτως, Ἠέλιος δ’ ἀνόρουσε … οὐρανὸν ἐς πολύχαλκον, ὁ δ’ Ἥλιος ταχέως ἀνῆλθεν εἰς τὸν οὐρανὸν τὸν… Ὀδ. Γ. 1· τοῖσι δὲ Νέστωρ ἡδυπετὴς ἀνόρουσε, «ἀνώρμησεν, ἀνέστη» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 248· ἀνορούσαις (Δωρ. μετοχ.) Πινδ. Ο. 7. 68.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et ao. épq. ἀνόρουσα;
se lever vivement, s’élancer.
Étymologie: ἀνά, ὀρούω.