ἀντήρης
English (LSJ)
Dor. ἀντ-άρης, ες, poet. Adj.
A set over against, opposite, λαβεῖν τινὰ ἀντήρη meet face to face in battle, E.Ph.754, cf. 1367; ἀντήρεις στέρνων πληγάς blows on the breast, S.El.89: c. gen., Φοινίκας ἀ. χώρα over against, facing it, E.Tr.221 (lyr.): c. dat., ἀ. τινί opposite to a thing, Id.IA224; ἀ. ὄψεσι, of the bat, hostile to, S.Fr.747 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 248] ες (von ἄρω, od. süffixum -ήρης) gegenüber stehend, gelegen, χώρα Eur. Tr. 225; feindlich, Phoen. 761. 1376; πληγαὶ στέρνων ἀντήρεις, Schläge gegen die Brust, Soph. El. 89.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντήρης: ες: (ἀντὶ -ήρης· ἴδε ἐπιθετ. κατάληξιν -ήρης): - ποιητ. ἐπίθ., ὁ τεθειμένος ἐναντίον τινός, ὁ ἀπέναντι, καί μοι γένοιτ’ ἀδελφὸν ἀντήρη λαβεῖν, εὔχομαι νὰ συναντηθῶ [ἐν τῇ μάχῃ] πρόσωπον πρὸς πρόσωπον μὲ τὸν ἀδελφὸν μου, Εὐρ. Φοίν. 754, πρβλ. 1367· ἀντήρεις... στέρνων πληγάς, κτυπήματα κατὰ τοῦ στήθους (πρὸς ἔνδειξιν βαθείας λύπης), Σοφ. Ἠλ. 89: - μετὰ γεν., Φοινίκας ἀντήρη χώραν, χώραν ἀπέναντι ἢ καταντικρὺ τῆς Φοινίκης ἢ κάλλιον τῆς Καρχηδόνος, ἥτις ἦτο ἀποικία τῶν Φοινίκων, Εὐρ. Τρῳ. 221· μετὰ δοτ., ἀντήρεις καμπαῖσι δρόμων, ἀπέναντι τῶν κάμπων τῶν δρόμων, ὁ αὐτ. Ι. Α. 224.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 avec idée d’hostilité qui se place au-devant, adversaire, ennemi;
2 qui se fait par devant : πληγαὶ στέρνων ἀντήρεις SOPH coups reçus par devant en pleine poitrine.
Étymologie: ἀντί, ἄρω.