ἀντεπιβουλεύω
English (LSJ)
A form counter-designs, Th.1.33,3.12, etc.
German (Pape)
[Seite 247] dagegen nachstellen, Thuc. 3, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεπιβουλεύω: σχεδιάζω ἐπιβουλὰς ἐναντίον τῶν ἐπιβουλῶν ἑτέρου, μετά δοτ., προεπιβουλεύειν αὐτοῖς μᾶλλον ἢ ἀντεπιβουλεύειν Θουκ. 1. 33., 3. 12, κτλ.
French (Bailly abrégé)
tendre une embuscade à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἐπιβουλεύω.