ἀνώδυνος

Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ον, (ὀδύνη)

   A free from pain, οἰδήματα Hp.Prog.7, cf. D.Chr.32.57; τὸ ἓν ἀ. καὶ ἀνάλγητον Arist.Xen.974a19; of persons, S.Ph.883; -ώτερος γίγνεσθαι suffer less pain, Hp.Prorrh.2.7; τὸ ἀνώδυνον, = ἀνωδυνία, Plu. 2.102d. Adv. ἀνωδύνως, τίκτεσθαι Hp.Coac.527, cf. Plu.Cic.2; ἰᾶσθαι D.Chr.41.9: Sup. -ώτατα Hp.Acut.4.    2 causing no pain, harmless, τὸ μὴ φρονεῖν γὰρ κάρτ' ἀ. κακόν S.Aj.554b; ἁμάρτημα ἢ αἶσχος ἀ., definition of τὸ γελοῖον, Arist.Po.1449a35. Adv. -ως, ἰάσασθαι τὴν πατρίδα Plu. Cleom.10.    II Act., allaying pain, Hp.Aph.5.22, Dsc.4.68 (Comp. and Sup.); φάρμακον ἀ. anodyne, Plu.2.614c:—the epitaph of a physician in IG14.1879 combines both signfs., πολλούς τε σώσας φαρμάκοις ἀνωδύνοις, ἀνώδυνον τὸ σῶμα νῦν ἔχει θανών.

German (Pape)

[Seite 268] (ὀδυνή), schmerzlos, keine Schmerzen habend, Soph. Phil. 883; τὸ ἀνώδυνον, Unempfindlichkeit gegen Schmerzen, Plut. cons. ad Apoll. p. 318; keine Schmerzen verursachend, φάρμακα Medic.; Plut. Ant. 71; Schmerz stillend, Symp. 1, 1, 4; adv. ἀνωδύνως Cic. 2 τεχθῆναι, wo man ἀνωδίνως hat lesen wollen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνώδῠνος: -ον, (ὀδύνη) ὁ μὴ προξενῶν ὀδύνην, οἰδήματα Ἱππ. Προγν. 38· ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ ἔχων ὀδύνην, ὁ μὴ ὑποφέρων ἐξ ἄλγους, ἀλλ’ ἥδομαι μὲν σ’ εἰσιδὼν παρ’ ἐλπίδα ἀνώδυνον Σοφ. Φ. 883· τὸ ἀνώδυνον = ἀνωδυνία Πλούτ. 2 102D: - Ἐπίρρ. ἀνωδύνως, τίκτεσθαι Ἱππ. Κωακ. Προγν. 205· ἀνωδυνώτατα ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384. 3. 2) ὁ μὴ βλάπτων, ἀβλαβής, τὸ μὴ φρονεῖν γὰρ καρτ’ ἀνώδυνον κακὸν Σοφ. Αἴ. 554 (πιθανῶς νόθος στίχος· ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπω)· ἁμάρτημααἶσχος ἀνώδυνον, ὁρισμός τῆς λ. γελοῖον Ἀριστ. Ποιητ. 5.2. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ καταπαύων, πραΰνων τὴν ὀδύνην, Ἱππ. Ἀφ. 1253· φάρμακον ἀνώδυνον Πλούτ. 2. 614C: - Τὸ ἐπιτύμβ. ἐπίγραμμα ἰατροῦ ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 57, συνδυάζει ἀμφοτέρας τὰς σημασίας, πολλοὺς δὲ σώσας φαρμάκοις ἀνωδύνοις, ἀνώδυνον τὸ σῶμα νῦν ἔχει θανών.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. exempt de douleur;
II. 1 qui ne cause aucune douleur;
2 qui calme la douleur.
Étymologie: ἀ, ὀδύνη.