ὑφιζάνω

Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

   A = ὑφίζω, Arist. HA637b8; κατὰ τὸν θᾶκον Pyrgioap.Ath.4.143e; ὑφίζανον κύκλοις were crouching beneath... E.Ph.1382.    II sink, settle down, τὸ χῶμα ὑ. App.Mith.36, cf. Arr.An.2.27.4, Gal.10.973, Procop.Goth.4.11.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφιζάνω: ὑφίζω, κατὰ τὸν θᾶκον τὸν τοῦ πατρὸς ὑφιζάνουσιν Πυργίων παρ’ Ἀθην. 143Ε· ἀλλ’ ὑφίζανον κύκλοις ὅπως σίδηρος ἐξολισθάνοι μάτην, ἀλλ’ ὑπένευον ὑπὸ τὰς ἀσπίδας ὅπως αἱ ὑπὸ τῶν δοράτων προσβολαὶ ἐκπίπτοιεν ἄπρακτοι, Εὐρ. Φοίν. 1382. ΙΙ. κατακαθίζω, τὸ χῶμα ὑφίζανεν ἄφνω Ἀππ. Μιθρ. 26, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 2. 27.

French (Bailly abrégé)

I. 1 s’asseoir sous, être posé ou fixé sous, τινι;
2 s’affaisser;
3 déposer, former un dépôt en parl. d’un liquide;
II. être assis derrière.
Étymologie: ὑπό, ἱζάνω.