οὐκέτι

Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

or οὐκ ἔτι, Adv.

   A no more, no longer, no further: and generally, not now, opp. οὔπω (not yet), freq. in Hom., Hes., Hdt., and Att.; οὐκέτι πάμπαν Il.13.701; οὐκέτι πάγχυ 19.343; with a word between, οὐ πάμπαν ἔτι 13.7; οὐ γὰρ ἔτι 2.13, 141, etc.—Sts. reversely, ἔτ' οὐκ S.Tr.161, cf. ἔτ' οὐδέν Id.Ph.1217 (lyr.); ἔτ' οὐδείς Ar.Pl.1177.

German (Pape)

[Seite 411] nicht mehr, nicht länger, ferner nicht, Hom. u. Folgde (vgl. μηκέτι); οὐκέτι πάμπαν, ganz u. gar nicht mehr, Il. 13, 701; οὐκέτ' ἐξ ἐλευθέρου δέρης ἀποιμώζουσι, Aesch. Ag. 328; φρενώσω δ' οὐκέτ' ἐξ αἰνιγμάτων, 1156; οὐκέτ' ἴσχω, Soph. Phil. 1083 u. öfter; ἐπεὶ ἐξῆλθεν, οὐκέτ' εἶδεν, El. 768; οὐκέτι ἔχω σοι λέγειν, Plat. Prot. 312 e; τ οῦτό σοι οὐκέτι οἷός τε ἔσομαι πείθεσθαι, Phaedr. 235 b; Xen. An. 2, 6, 3 u. öfter, u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

οὐκέτι: ἢ οὐκ ἔτι, Ἐπίρρ., ὄχι πλέον, οὐχὶ περαιτέρω, οὐχὶ τοῦ λοιποῦ, καὶ καθόλου, οὐχὶ πλέον, ἀντίθετον τῷ οὔπω (ὄχι ἀκόμη), συχνὸν παρ’ Ὀμ., Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· οὐκέτι πάμπαν Ἰλ. Ν. 701· οὐκέτι πάγχυ Τ. 343· μετὰ παρεμπιπτούσης λέξεως, οὐ πάμπαν ἔτι Ν. 7· οὐ γὰρ ἔτι Β. 13, 141, κτλ.· ὡσαύτως, οὐδ’ ἔτι, καὶ οὐχὶ πλέον, Ὅμ. Ἑνίοτε καὶ τἀνάπαλιν, ἔτ’ οὐκ Σοφ. Τρ. 161· ἔτ’ οὐδὲν ὁ αὐτ. ἐν Φ. 1217· ἔτ’ οὐδεὶς Ἀριστοφ. Πλ. 1177. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. κζ΄.

French (Bailly abrégé)

adv.
ne… plus : οὐκέτι πάμπαν IL, οὐκέτι πάγχυ IL plus du tout.
Étymologie: οὐκ, ἔτι.