πάξ

Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

exclam. to end a discussion,

   A enough!, Men.Epit.517, Diph.96, Herod.7.114 (misunderstood by Hsch., πάξ· ὑπόδημα εὐυπόδητον) ; κόγξ· ὁμοίως πάξ is prob. cj. for κόγξ· ὄμπαξ in Hsch.

German (Pape)

[Seite 466] ein Zuruf, wie das lat. pax! stille St! genug davon, wie εἶεν, Diphil. bei Ath. II, 67 b.

Greek (Liddell-Scott)

πάξ: ἐπιφώνημα, ὡς τὸ Λατ. pax! Ἰταλ. basta! ὅπως τεθῇ τέρμα εἰς συζήτησιν, ἀρκεῖ! «σώνει», Δίφιλος ἐν Ἀδήλ. 8· πρβλ. Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 778 κἑξ, καὶ ἴδε κόγξ· ― φέρ’ ὦδε τὸν ποδίσκον, εἰς ἴχνος θέω(μεν). πάξ· μήτε προσθῇς μήτ’ ἀπ’ οὖν ἕλῃς μηδὲν Ἡρώνδ. VII, 114. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πάξ· ὑπόδημα ἐνυπόδητον. ἢ τέλος ἔχει».

French (Bailly abrégé)

1interj.
« silence ! assez ! » .
Étymologie: DELG certainement de πήγνυμι, cf. ἅπαξ.
2onomatopée imitant le bruit d’un caillou tombant dans l’urne.