πάσσω

Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

Att. πάττω Ar.Nu.912 : fut. πάσω [ᾰ] Crates Com. 14.10, Ar.Eq.99 (κατα-) : aor.

   A ἔπᾰσα LXX Ex.9.8 and in compds. :— Med., aor. ἐπᾰσάμην ib.3 Ma.1.18 :— Pass., aor. ἐπάσθην ( ἐπ-) Pl.R.405e : pf. πέπασμαι LXX Es.1.6, etc. : plpf. ἐπέπαστο A.R.1.729, πέπαστο Longus 1.12 : Hom. uses only pres. and impf., and these only in Il. :— sprinkle, ἐπὶ . . ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων laying healing drugs upon a wound, Il.5.401,900, etc.; τὰ Δέλφιδος ὀστία πάσσω Theoc.2.21 ; esp. sprinkle salt, c. gen. partit., πάσσε δ' ἁλὸς θείοιο sprinkle some salt, Il. 9.214 ; π. τῶν ἁλῶν ἐὶ τὸ πῦρ Luc. DMeretr.4.5.    2 besprinkle, οὔκουν . . σεαυτὸν ἁλσὶ πάσεις ; Crates Com. l. c., cf. Thphr. Char.9.2 ; χρυσῷ, ῥόδοις π. τινά, Ar.Nu.912, 1330.    II Med., sprinkle oneself with ashes, LXX 3 Ma.1.18.

German (Pape)

[Seite 532] att. πάττω, fut. πάσω, perf. pass. πέπασμαι, – a) streuen, darauf od. darüber streuen, sprengen, sowohl von trockenen als flüssigen Dingen; φάρμακα, Heilmittel auf eine Wunde legen, Il. 5, 401. 900. 15, 394 u. sonst; mit dem gen., πάσσειν ἁλός, des Salzes oder vom Salze daraufstreuen, 9, 214; so auch folgde Dichter; θελκτήρια φάρμακ' ἔπασσεν αἰθέρι καὶ πνοιῇσι, Ap. Rh. 4, 442. – b) übertr. einstreuen, einweben, bes. von angebrachten Verzierungen, von gewirkter od. gestickter Arbeit; θρόνα πάσσειν, Blumen über eine Stickerei streuen, sie hie und da, wie darüber gestreut, hineinsticken, Il. 22, 441; eben so ἀέθλους, Kämpfe hie und da hineinsticken, 3, 126; χρυσῷ πάττων μ' οὐ γιγνώσκεις, Ar. Nubb. 912, wie πάττε πολλοῖς τοῖς ῥόδοις, 1330; u. in sp. Prosa, κόνις ἐπὶ τῇ κεφαλῇ πάσσεται, Luc. de luct. 12. – Adj. verb. παστέος, Ar. Pax 1074.

Greek (Liddell-Scott)

πάσσω: Ἀττικ. πάττω, Ἀριστοφ.: μέλλ· πάσω [ᾰ] Κράτης ἔνθα κατωτ., Ἀριστοφ. (κατα-): ἀόρ. ἔπᾰσα (ἴδε δια-, κατα-, ὑπο-πάσσω) - Μέσ., ἀόρ. ἐπᾰσάμην Ἑβδ. (Ἔξοδ. Θ΄, 8). - Παθητι., ἀόρ. ἐπάσθην (ἐπ-) Πλάτ. Πολ. 405Ε· πρκμ. πέπασμαι, Πλούτ., κλ.· ὑπερσ. ἐπέπαστο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 729. - Ὁ Ὅμηρος χρῆται μόνον τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. καὶ τούτοις μόνον ἐν τῇ Ἰλ. Ἐπιπάσσω, ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων, ἐπιπάσσων θεραπευτικὰ φάρμακα, ἐπὶ τραύματος, Ἰλ. Ε. 401, 900· κτλ.: - ἰδίως ἐπιπάσσω ἅλας, μετὰ γεν. διαιρετ., πάσσε δ’ ἁλὸς θείοιο, ὀλίγον ἅλας, Ι. 214· π. τῶν ἁλῶν ἐπὶ τὸ πῦρ Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ.· ἀπολ., Θεόκρ. 2. 21. 2) πάσσω τινὰ (πρβλ. διαπάσσω, παστέρος, παστός), οὔκουν ... σεαυτὸν ἁλσὶ πάσεις; Κράτης ἐν «Θηρίοις» 1· χρυσῷ, ῥόδοις π. τινὰ Ἀριστοφ. Νεφ. 912, 1330· πρβλ. παστέος. ΙΙ. μεταφορ., διακοσμῶ, κεντῶ, ἐν δὲ θρόνα ποικίλ’ ἔπασσε Ἰλ. Χ. 441 (ἴδε ἐν θρόνον)· πολέας δ’ ἐνέπασσεν ἀέθλους, ἐνεποίκιλλεν, ἐνέπλεκε πολλὰ πολεμικὰ ἀνδραγαθήματα, Γ. 126· πρβλ. ἐμπάσσω. - Ἴδε Χατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 467, Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΕ΄, σ. 374 κ.ἑξ.

French (Bailly abrégé)

f. πάσω, ao. ἔπασα, pf. inus., Pass. ao. ἐπάσθην, pf. πέπασμαι;
1 verser, répandre τι qch ; avec le gén. ἁλός IL du sel ; τινά τινι répandre qch sur qqn, joncher qqn de qch;
2 broder, avec l’acc. de l’objet brodé (une bataille), ou de l’objet sur lequel on brode (un siège).
Étymologie: R. Παγ, fixer ; cf. πήγνυμι.