ἐμπάσσω
ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
English (LSJ)
Att. ἐμπάττω, fut. -πάσω [ᾰ]:—sprinkle in or on, τι ἔς τι Thphr. De Lapidibus 67; τῆς τέφρας some powder, Pl.Ly.210a; τί τινι Gal. 11.134: in Hom. only metaph., weave rich patterns in a web of cloth, πολέας δ' ἐνέπασσεν ἀέθλους Il.3.126, cf. 22.441.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
1 bordar en realce, recamar c. ac. πολέας δ' ἐνέπασσεν ἀέθλους bordaba (el dibujo de) grandes hazañas, Il.3.126.
2 espolvorear, esparcir sustancias en polvo, c. ac. τέφραν Ael.NA 2.29, c. gen. partit. διανοίγοντες τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐμπάσαι τῆς τέφρας Pl.Ly.210a, c. ac. y dat. o constr. prep. c. ac. y dat. οἱ κναφεῖς ἐμπάττοντες εἰς τὰ ἱμάτια (γύψον) Thphr.Lap.67, cf. Gp.13.10.4, τι τῷ μέλιτι Gal.11.134, τέφραν ... τῷ σίτῳ Gp.2.27.6, cf. en v. pas. ξηρὰ λεῖα ἐμπασσόμενα Archig. en Aët.9.28 (p.334), cf. 12 (p.298).
3 rociar, salpicar por encima líquidos σικύου ἀγρίου τὸν ὀπὸν ... ἐς μάζαν Hp.Nat.Mul.95.
German (Pape)
[Seite 811] att. -πάττω (s. πάσσω), ein-, daraufstreuen; τῆς τέφρας Plat. Lys. 210 a; τὶ εἰς τὰ ἱμάτια Theophr. Übertr., einweben, πολέας δ' ἐνέπασσεν ἀέθλους Il. 3, 126, vgl. 22, 441.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐνέπασσον;
broder sur.
Étymologie: ἐν, πάσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπάσσω: атт. ἐμπάττω
1 насыпать внутрь (τῆς τέφρας Plat.);
2 вплетать в ткань, изображать узорами на ткани, вышивать (ἀέθλους Τρώων καὶ Ἀχαιῶν Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπάσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -πάσω ᾰ: - ῥαίνω, «πασπαλίζω» τι εἴς τι, τῆς τέφρας, ὀλίγην τέφραν, Πλάτ. Λύσ. 210Α· τι εἴς τι Θεόφρ. π. Λίθ. 67· τί τινι Γαλην.· παρ’ Ὁμήρῳ μόνον μεταφ., ἐνυφαίνω, πολέας δ’ ἐνέπασσεν ἀέθλους, «πολλοὺς δὲ ἄθλους ἐν αὐτῇ (τῇ διπλοΐδι) ἐποίκιλλεν ὑφαίνουσα» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Γ. 126, πρβλ. Χ. 441.
English (Autenrieth)
sprinkle in; only ipf. (fig.) ἐνέπασσε, ‘was weaving in,’ Il. 3.126 and Il. 22.441.
Greek Monolingual
ἐμπάσσω (AM) (Α και ἐμπάττω)
1. ραίνω, πασπαλίζω
2. σκορπάω κατά την ύφανση, ενυφαίνω («πολέας δ' ἐνέπασσεν ἀέθλους»).
Greek Monotonic
ἐμπάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -πάσω [ᾰ], (ἐν), ρίχνω, σκορπίζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο, σε Πλάτ.· μεταφ., υφαίνω διακοσμητικά σχέδια σε κομμάτι υφάσματος, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
Attic -ττω fut. -πάσω [ἐν]
to sprinkle in or on, Plat.: metaph. to weave as patterns in a web of cloth, Il.