μεταχωρέω

Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

   A go to another place, remove, τόπων μετά ποι χωρεῖτ' ἐκ τῶνδε A.Pr.1060 (anap.); μ. εἰς [χώραν] X.HG3.4.26; τὸ ᾠὸν μ. κάτω Arist. GA754b29; of the foetus in the womb, change its place, Hp. Septim.4; of birds of passage, migrate, ἐς τὴν Λιβύην Ar.Av.710; of men, emigrate, Th.2.72; withdraw from a conference, ἐκ τῶν λόγων Id.5.112; go over to another party, Plu.Demetr.29; μ. εἰς τἀναντία, of syllables, D.H.Comp.11; change, εἰς φύσιν τινός Ael.NA9.43.

German (Pape)

[Seite 157] weg- u. wo anders hingehen; τόπων μετά που χωρεῖτ' ἐκ τῶνδε θοῶς, Aesch. Prom. 1062; ἐς τὴν Λιβύην, Ar. Av. 710; Thuc. 5, 112 u. Folgde; übergehen zu einer andern Partei, Plut. Demetr. 29 u. Sp.; auch μ. εἰς ὀστράκου φύσιν, Ael. N. A. 9, 43.

Greek (Liddell-Scott)

μεταχωρέω: ἀπέρχομαι εἰς ἄλλον τόπον, μεταβάλλω τόπον, μετοικῶ, ἀπέρχομαι, ἀποσύρομαι, τόπων μετά που χωρεῖτ’ ἐκ τῶνδε Αἰσχύλ. Πρ. 1060· μ. εἰς τόπον Ξεν. Ἀν. 3. 4, 26· τὸ ᾠὸν μ. κάτω Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 3, 9· ἐπὶ τῶν ἀποδημητικῶν πτηνῶν, ἀπέρχομαι, ἐς τὴν Λιβύην Ἀριστοφ. Ὄρν. 710· ἐπὶ ἀνθρώπων, μετοικῶ, μεταναστεύω, Θουκ. 2. 72· ὡσαύτως, ἀποσύρομαι ἐκ συνεδρίας, ἀπέρχομαι, ἀπομακρύνομαι, ὁ αὐτ. 5. 112· μεταβαίνω εἰς ἑτέραν πολιτικὴν μερίδα, Πλουτ. Δημήτρ. 29· μ. εἰς τἀναντία Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11· μεταβάλλομαι, εἰς φύσιν τινὸς Αἰλ. π. Ζ. 9. 43.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 changer de lieu, se transporter, s’en aller;
2 se transformer.
Étymologie: μετά, χωρέω.