γυμναστικός

Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ή, όν,

   A fond of athletic exercises, skilled in them, Hp.Aph.1.3; γ. ἢ ἰατρός Pl. Prt.313d: Comp., Philostr.Gym.35: Sup., ib.11; of the gymnastic master (opp. παιδοτρίβης, q.v.), Arist.Pol.1288b18; γ. [θεραπεία] Pl. Grg.464b: ἡ-κή (with or without τέχνη),gymnastics, Id.Smp.187a, etc. Adv. -κῶς Ar.V.1212.    II γ. λῆμμα (opp. ῥητορικόν) suited for dialectical discussion, Stoic.2.76. Adv. -κῶς by means of testing, Simp.in Ph.139.3.

German (Pape)

[Seite 509] die Leibesübungen betreffend, ὁ γ., in denselben geübt, = γυμναστής, Plat. Prot. 313 d; γυμναστική, die Gymnastik, Turnkunst, Soph. 228 e u. öfter. – Adv. γυμναστικῶς, Ar. Vesp. 1212.

Greek (Liddell-Scott)

γυμναστικός: -ή, -όν, ὁ σφόδρα ἐφιέμενος τῶν γυμναστικῶν ἀσκήσεων, ὁ ἐν αὐταῖς ἔμπειρος καὶ ἐξέχων, Ἱππ. Ἀφ. 1242, Πλάτ. Πρωτ. 313D· ὁ ἀνήκων εἰς τὸν διδάσκαλον τῆς γυμναστικῆς, Ἀριστ. Πολ. 4. 1, 2·- γ. θεραπεία Πλάτ. γοργ. 464Β· καὶ ἡ γυμναστικὴ (μετὰἄνευ τοῦ τέχνη), ἡ γυμναστική, ὡς παρ᾿ ἡμῖν, ὁ αὐτ. Συμπ. 186Ε, κτλ.- Ἐπίρρ.-κῶς Ἀριστοφ. Σφηξ. 1212.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les exercices du corps.
Étymologie: γυμνάζω.