ἀτμήν

Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ένος, ὁ,

   A slave, servant, Call.Aet.1.1.19, Epic.inArch.Pap. 7.4, Et.Gen., Sch.Nic.Al.172,426.

German (Pape)

[Seite 387] ένος, ὁ, Knecht, Diener, VLL. Im E. M. auch ἀδμενίς, welches auf eine Ableitung von δαμάω führt; vgl. Nic. Al. 172 unter ἀτμεύω, wo πνοιαῖς συνδάμναται ἐχθραῖς folgt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτμήν: -ένος, ὁ δοῦλος, ὑπηρέτης, Ἐτυμολ. Μ. 164. 32· ὡσαύτως, ἄτμενος, ὁ, Εὐστ. 1750. 62, Ἡσύχ.· ἀλλὰ καὶ θηλ. τύπος ἀδμενίς, ίδιος, ἐν Ἐτυμ. Μ. 18. 32, - ὅπερ ἐτυμολογικῶς εἶναι ὀρθόν, ἂν ὡς τὸ δμώς παράγηται ἐκ τοῦ δαμάω.

French (Bailly abrégé)

ένος (ὁ) :
esclave, serviteur.
Étymologie: DELG pê emprunté à l’Asie mineure.