μυάκανθος

Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

[ᾰκ], ὁ,

   A = κεντρομυρσίνη, Thphr.HP6.5.1, Orph. Fr.49.61.    II = ἀσπάραγος πετραῖος, Dsc.2.125:—Adj. μῠᾰκάνθινος, η, ον, Gal.11.841, Orib.3.4.1.

German (Pape)

[Seite 213] ὁ, Mäusedorn, wilder Spargel, auch μυάκανθα, ἡ, u. μυάκανθον, τό, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μυάκανθος: ὁ, φυτόν τι, ἄγριος ἀσπάραγος, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 5, 1· ὡσαύτως μυάκανθα, ἡ, Νόνν. Θεοφάν. 184.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
asperge épineuse, plante.
Étymologie: μῦς, ἄκανθα.