δανείζω

Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

fut.

   A -είσω D.35.52: aor. ἐδάνεισα X.Cyr.3.1.34, etc.: pf. δεδάνεικα D.35.52:—Med., ibid.: fut. δανείσομαι Id.32.15: aor. ἐδανεισάμην Lys.12.59, etc.: pf. δεδάνεισμαι in med. sense, X. HG6.5.19, D.37.53:—Pass., aor. ἐδανείσθην X.HG2.4.28, D.33.12: pf. δεδάνεισμαι Id.36.5, 49.53: (δάνος):—put out money at usury, lend, IG12.302.56, Ar.Th.842, al.; more fully, δ. ἐπὶ τόκῳ Pl.Lg. 742c; ἐπὶ ὀκτὼ ὀβολοῖς τὴν μνᾶν δ. τοῦ μηνὸς ἑκάστου D.53.13, cf. Aeschin.1.107; δ. ἐπὶ τούτοις τοῖς ἀνδραπόδοις on the security of... D.27.27; ἐπὶ τοῖς σώμασι Arist.Ath.9.1; εἰς τὰ ἡμέτερα D.27.28; δανεῖσαι χρήματα εἰς τὸν Πόντον καὶ πάλιν Ἀθήναζε Id.35.3.    2 Med., have lent to one, borrow, Ar.Nu.1306, etc.; ἀπό τινος Lys.17.2; ἐπὶ τοῖς μεγάλοις [τόκοις] D.1.15; δ. ἐγγείων τόκων 34.23:—Act. and Med. opposed, ἀποδώσουσι οἱ δανεισάμενοι τοῖς δανείσασι τὸ γιγνόμενον ἀργύριον ap.D.35.11:—Pass., of the money, to be lent out, Ar.Nu.756, X.HG2.4.28, D.33.12.    3 metaph. in Med., μόρια ἀπὸ τοῦ κόσμου Pl.Ti.42e; ἀποδώσετέ μοι ἃ ἐδανείσασθε ἐν τῷ λόγῳ Pl.R.612c.

German (Pape)

[Seite 522] Geld auf Zinsen geben, leihen, ἐπὶ τόκῳ, auf Zins, Plat. Legg. V, 742 c u. Folgde; ἐπὶ σώμασιν Plut. Sol 15; Pass., δεδανεισμένον ἐπὶ δραχμῇ Dem. 27, 9; übertr., ἐπιμελείας δανεισθείσας Plat. Legg. IV, 717 c; συνέπραξεν ἑκατὸν τάλαντα αὐτοῖς δανεισθῆναι Xen. Hell. 2, 4. 28. – Med., sich Geld auf Zinsen geben lassen; entlehnen, borgen, δανείσασθαι οὐδαμόθεν ἐστὶν ἀργύριον Xen. Mem. 2, 7, 2; δεδανεῖσθαι παρά τινος, von Einem geborgt haben, Hell. 6, 5, 19, wie Lys. 17, 2 u. Dem. Lpt. 11; ἐπὶ μεγάλοις τόκοις Dem. 1, 15; ἀπὸ τοῦ κόσμου Plat. Tim. 42 e; ἐγγείων τόκων Dem. 34, 23; übertr., ἆρ' οὖν ἀποδώσετέ μοι ἃ ἐδανείσασθε ἐν τῷ λόγῳ, Plat. Rep. X, 612 c.

Greek (Liddell-Scott)

δανείζω: μέλλ. –είσω Δημ. 941. 27 (διότι οἱ τύποι δανειῶ, -οῦμαι ἀπαντῶσι μόνον παρὰ τοῖς Ἑβδ., ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. θεριῶ, Βαστ. Γρηγ. σ. 174)· ἀόρ. ἐδάνεισα Ξεν., κτλ.· πρκμ. δεδάνεικα Δημ. 941. 28. ― Μέσ., ἐνεστ., μέλλ., ἀόρ. παρὰ Δημ.· πρκμ. δεδάνεισμαι μετὰ μέσ. σημασ., Ξεν. Ἑλλ. 6. 5. 19, Δημ. 982. 5., 1030. 16. ― Παθ., ἀόρ. ἐδανείσθην Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 28, Δημ.· πρκμ. δεδάνεισμαι ὁ αὐτ. 945. 27., 1200. 10· (δάνος). Παρέχω χρήματα ἐπὶ τόκῳ ἢ ἐπὶ ἐπιστροφῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 82, 144, Ἀριστοφ. Θεσμ. 842 κ. ἀλλ.· πληρέστερον, δ. ἐπὶ τόκῳ Πλάτ. Νόμ. 742C· δ. ἐπὶ ὀκτὼ ὀβολοῖς τὴν μνᾶν τοῦ μηνὸς ἑκάστου Δημ. 1250. 21, πρβλ. Αἰσχίν. 15. 16· δ. ἐπὶ τούτοις τοῖς ἀνδραπόδοις, ἐπὶ τῇ ἀσφαλείᾳ, ἐπὶ ἐνεχυράσει τῶν…, Δημ. 822. 10· οὕτως, εἰς τὰ ἡμέτερα αὐτ. 14· δανεῖσαι χρήματα εἰς τὸν Πόντον ὁ αὐτ. 924. 10, κἑξ.· πρβλ. ναυτικός, ἑτερόπλους. 2) Μέσ., λαμβάνω χρήματα ἐπὶ ἐπιστροφῇ, Ἀριστοφ. Νεφ. 1306, κτλ.· ἀπό τινος Πλάτ. Τίμ. 42Ε· ἐπὶ μεγάλοις τόκοις Δημ. 13. 19. ― Ἐνεργ. καὶ μέσ. ἀντιτίθενται, ἀποδώσουσιν οἱ δανεισάμενοι τοῖς δανείσασι τὸ γιγνόμενον ἀργύριον παρὰ Δημ. 926. 24, πρβλ. Λυσ. 148. 12, κἑξ. 3) Παθ., ἐπὶ τῶν χρημάτων, δίδομαι ἐπὶ τόκῳ, ὡς δάνειον, Ἀριστοφ. Νεφ. 756, Ξεν., Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

f. δανείσω, ao. ἐδάνεισα, pf. δεδάνεικα;
Pass. ao. ἐδανείσθην, pf. δεδάνεισμαι;
prêter de l’argent à intérêts;
Moy. δανείζομαι (f. δανείσομαι, ao. ἐδανεισάμην) se faire prêter ; emprunter de l’argent à intérêts à qqn.
Étymologie: δάνειον.