δυσφροσύνη
English (LSJ)
ἡ,
A anxiety, care, Hes. Th.528, Simon.86 (both times in Ep. gen. pl. δυσφροσυνάων): pl., E.Tr.597 (lyr.), Ph.2.75.
German (Pape)
[Seite 690] ἡ, Mißmuth, Kummer; Hes. Th. 528, im plur.; vgl. Simonid. Ath. X, 447 a.
Greek (Liddell-Scott)
δυσφροσύνη: ἡ, στενοχωρία, μέριμνα, φροντίς, Ἡσ. Θ. 528, Σιμων. παρ’ Ἀθην. 447Α, - ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις κατὰ Ἐπ. γεν. πληθ. δυσφροσυνάων.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
chagrin, inquiétude.
Étymologie: δύσφρων.