ἔκφυλος

Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ον,

   A foreign, alien, Luc.Lex.24, Sol.11, Porph.Abst.1.4; ἔ. παρὰ τὴν γένεσιν alien to generation, Simp. in Ph.220.12: metaph., strange, unnatural, horrible, Str.4.4.5, Plu.Brut.36; ἀνὴρ ἔ. τὸ μέγεθος Id.Caes.69. Adv. -λως, ἀττικίζειν Philostr.VS1.16.4.

German (Pape)

[Seite 786] nicht zum Volksstamm gehörig, fremd; καὶ βάρβαρος Strab. 4, 4, 5; ὄνομα Luc. Lexiph. 24; daher ungewöhnlich, ὄργανα Ath. IV, 182 f; übernatürlich, außerordentlich, καὶ φοβερὸν σῶμα Plut. Brut. 36, vgl. Caes. 69. Ggstz ἔμφυλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκφῡλος: -ον, ἐκτὸς τῆς φυλῆς, ξένος, μὴ συγγενής, ἀλλόφυλος, Στράβων 197, Λουκ. Λεξιφ. 24: - μεταφ., ξένος, ἀλλόκοτος, παράξενος, Πλουτ. Βροῦτ. 36, πρβλ. Καίσ. 69. - Ἀντίθετον τῷ ἔμφυλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 d’une tribu étrangère ; étranger en gén.
2 étrange, extraordinaire.
Étymologie: ἐκ, φυλή.