στόμιον
English (LSJ)
τό, Dim. of στόμα: generally,
A mouth, Posidipp.26 16 codd. Ath.; στομίοισι δυσαλθές Nic.Al.12; of a venomous beast, ib. 524, Th.233. II mouth of a vessel, κέρασι χρυσᾶ σ. προσβεβλημένοις A.Fr.185; [sc. συρίγγων] Emp.100.3; mouth of a cave used as a grave, S.Ant.1217: hence cave, vault, as if it were the entrance of the lower world, A.Ch.807 (lyr., of Delphi), cf. Pl.R.615d, 615e: of any aperture or opening, Ti.Locr.101d, Arist.HA623a4; cavity from which winds issue, Id.Mu.395b27; σ. γαστρός Nic.Al.509; σ. τῆς ὑστέρας ος uteri, Sor.1.9, al.; [τῆς κύστεως] Gal.6.65, cf. 18(2).265, Aret. SD2.1, al.; socket of a bolt, στομίοις κλεῖθρα δέχοισθε AP7.391 (Bass.); mouth of a canal, CPR42.13 (iii A.D.), etc. III bridle-bit, bit, χαλινοὺς καὶ στόμια ἐμβαλεῖν Hdt.4.72, cf. 1.215; χάλυβος . . στόμιον παρέχουσα S.Tr.1261 (anap.); γνώμῃ στομίων ἄτερ εὐθύνων A.Pr.289 (anap.); δακὼν δὲ σ. ὡς νεοζυγὴς πῶλος ib.1009; στόμια δέχεσθαι S.El.1462; ἐνδακοῦσαι στόμια E.Hipp.1223; συνδάκνειν X.Eq.6.9; σ. Τροίας a bit or curb for Troy, of the Greek army, A.Ag.132 (lyr.). 2 = φορβειά, Eust.539.16. 3 female ornament for the neck, Poll.5.98.
German (Pape)
[Seite 948] τό, dim. von στόμα, kleiner Mund, Oeffnung, z. B. einer Höhle, Aesch. Ch. 796; vgl. Soph. Ant. 1202; Plat. Rep. X, 615 d; τῶν ὀρυγμάτων, Pol. 16, 11, 4; τὰ στόμια = στόμα, Posidipp. bei Ath. IX, 370 (v. 16). – Gebiß am Zaume, δακὼν δὲ στόμιον ὡς νεοζυγὴς πῶλος, Aesch. Prom. 1011; vgl. τόνδ' οἰωνὸν γνώμῃ στομίων ἄτερ εὐθύνων, 287; στόμια πριονωτά, Ar. bei Poll. 10, 56; χαλινοὺς καὶ στόμια ἐμβαλεῖν, Her. 4, 72; στόμια δέχεσθαι od. δάκνειν, Valk. Eur. Hipp. 1223; ὦ ψυχὴ χάλυβος λιθοκόλλητον στόμιον παρέχουσα, Soph. Trach. 1251; vgl. ὡς εἴ τις ἐλπίσιν κεναῖς πάρος ἐξῄρετο – στόμια δέχηται τἀμά, El. 1462; χρυσοδαιδάλτους στομίοισι πώλους, Eur. I. A. 219; I. T. 935; sp. D., στομίοις κλεῖθρα δέχεσθαι, Bass. 10 (VII, 391).
Greek (Liddell-Scott)
στόμιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στόμα· καθόλου, στόμα, Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 16· στομίοισι δυσαλθὲς Νικ. Ἀλεξιφ. 12· ἐπὶ δηλητηριώδους ζῴου, αὐτόθι 524, Θηρ. 233. ΙΙ. τὸ στόμα ἀγγείου, κέρασι χρυσᾶ στ. προσβεβλημένοις Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 183· τὸ στόμα σπηλαίου χρησιμεύοντος ὡς τάφου, Σοφ. Ἀντ. 1217· ἐντεῦθεν, σπήλαιον, ὑπόγειον χάσμα, οἱονεὶ εἴσοδος εἰς τὸν κάτω κόσμον, Αἰσχύλ. Χο. 807 (περὶ τῶν Δελφῶν), πρβλ. Πλάτ. Πολ. 615D, E· - ἐπὶ παντὸς ἀνοίγματος, Τίμ. Λοκρ. 101D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 2· κοιλότης ἐξ ἧς αἴρονται ἄνεμοι, ὁ αὐτ. π. Κόσμ. 4. 28· στ. γάστρὸς Νικ. Ἀλεξιφ. 509· ἡ θήκη μοχλοῦ, στομίοις κλῇθρα δέχοισθε Ἀνθ. Π. 7. 391. ΙΙΙ. τὸ εἰς τὸ στόμα ἐμβαλλόμενον σιδήριον τοῦ χαλινοῦ, χαλινοὺς καὶ στόμια ἐμβαλεῖν Ἡρόδ. 4. 72, πρβλ. 1. 215· χάλυβος.. στόμιον παρέχουσα Σοφ. Τρ. 1261· γνώμῃ στομίων ἄτερ εὐθύνων Αἰσχύλ. Πρ. 287· δακὼν δὲ στ. ὡς νεοζυγὴς πῶλος αὐτόθι 1009· στόμιον δέχεσθαι Σοφ. Ἠλ. 1462· στ. ἐνδακεῖν Εὐρ. Ἱππ. 1223· συνδάκνειν Ξεν. Ἱππ. 6, 9· στ. Τροίας, «χαλινάρι» τῆς Τροίας, βασανιστήριον αὐτῆς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 133. 2) = φορβειά, Εὐστ. 539. 16. 3) γυναικεῖον κόσμημα τοῦ τραχήλου, Πολύδ. Ε, 98.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 ouverture, orifice (d’une caverne, d’une cavité);
2 mors d’un cheval.
Étymologie: στόμα.