ἐνενήκοντα

Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

οἱ, αἱ, τά, indecl.,

   A ninety, Il.2.602, etc.; cf. ἐνήκοντα, ἐννήκοντα. (ἐννεν- freq. in codd., but Inscrr. have ἐνεν- IG12.324.109, Hermes 17.5 (Delos), etc.:—also gen. pl. ἐνενηκόντων GDI5653c26 (Chios).)

German (Pape)

[Seite 838] οἱ, αἱ, τά, neunzig, von Hom. Il. 2, 602 an überall.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνενήκοντα: οἱ, αἱ, τά, ἄκλ., «ἐνενῆντα», ἐνενήκοντα γλαφυραὶ νέες Ἰλ. β. 602, κτλ. (ὁ τύπος ἐννεν- εἶναι συνήθως ἐν μεταγεν. χειρογρ., ἀλλ’ ὁ διὰ τοῦ ἑνὸς ν, ὡς τὸ ἔνατος, ἐνάκις, βεβαιοῦται ἐκ τῆς χρήσεως τῶν ποιητῶν καὶ ἐξ ἐπιγραφῶν, ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 2266. 25., 2852. 34, κτλ.). Ὡς κλιτὸν ἀριθμ. κατὰ γεν. πληθ. ἐνενηκόντων ἀπαντᾷ ἐν Ἐπιγρ. Χίου ἐν Μουσ. κ. βιβλ. Εὐαγγ. Σχολ. Σμύρνης 187β, ἀριθ. ρνγ΄, σ. 37, αὐτόθι καὶ τὰ δυῶν, τεσσαρακόντων, πεντηκόντων, κλ.

French (Bailly abrégé)

(οἱ, αἱ, τά)
numéral indécl.
quatre-vingt-dix.
Étymologie: ἐννέα.