ἐλπιστικός
English (LSJ)
ή, όν,
A producing expectation, Arist.Mem.449b12. II οἱ ἐ. a sect who made hope the only stay of life, Plu.2.668e.
German (Pape)
[Seite 803] hoffend; ἐπιστήμη Arist. de memor. 1; οἱ ἐλπιστικοὶ φιλόσοφοι, welche die Hoffnung für den einzigen Stützpunkt des Lebens halten, Plut. Symp. 4, 4, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλπιστικός: -ή, -όν, ὁ γεννῶν ἐλπίδας, Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 2, 11· οἱ ἐλπιστικοί, φιλόσοφοί τινες οἵτινες ἐθεώρουν τὴν ἐλπίδα ὡς τὸ κυριώτατον ἔρεισμα τοῦ βίου, Πλούτ. 2. 668· ἴδε Heumann. de Elpist.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
οἱ ἐλπιστικοί PLUT philosophes qui regardaient l’espérance comme le seul soutien de la vie.
Étymologie: ἐλπίζω.