ἐξυπτιάζω
English (LSJ)
A turn a person quite on the back, ὄμμα (ὄνομα codd.) throw his eyes upwards or backwards, A.Th.577; ἐ. ἑαυτόν throwing back his head haughtily, Luc.Cat.16: abs., Id.Gall.12, Herc.3, Ind.21:— Med., ἐξυπτιάζεσθαι τὴν κεφαλήν throw it back, Arist.Fr.106. II intr., lie back, of the horns of wild cattle, Id.HA499a7.
German (Pape)
[Seite 890] sich zurückbeugen; κέρατα ἐξυπτιάζοντα Arist. H. A. 2, 1; πρὸς τὸ. ἐναντίον τῆς ἀγωγῆς ἐξυπτιάζοντες, gegen das Ziehen sich stemmen u. zurücklegen, Luc. Hercul. 3; ἑαυτόν, sich in die Brust werfen, Catapl. 16; εἰκὼν ἐξυπτιαζομένη im Ggstz von ἐπινευομένη Sext. Emp. Pyrrh. 1, 120; ἐξυπτιάζονται τὴν κεφαλήν, im Ggstz von ἐπὶ πρόσωπον φέρεσθαι Arist. Ath. I, 44 b. – Dunkel ist Aesch. Spt. 559 ἐξυπτιάζων ὄνομα Πολυνείκους βίαν, vielleicht ὄμμα, das Auge zurückwendend zu Polynices' Kraft.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξυπτιάζω: κλίνω τι πρὸς τὰ ὀπίσω ἢ ἀνυψῶ, Λατ. resupinare, ἐς πατρὸς μόρον ἐξυπτιάζων ὄμμα, ἀνυψῶν τὸ ἑαυτοῦ βλέμμα διὰ τὴν τύχην τοῦ πατρὸς αὐτοῦ (τοῦ Οἰδίποδος), Αἰσχύλ. Θήβ. 577 (οὕτως ὁ Schütz ἀντὶ ὄνομα, ὅπερ προφανῶς ὁ ἀντιγραφεὺς ἔγραψεν ἀπατηθεὶς ἐκ τῆς λέξεως τοῦ τοὔνομ’ ἐν τῷ ἀκολούθῳ στίχῳ)˙ σεμνῶς προβαίνων καὶ ἑαυτὸν ἐξυπτιάζων, καὶ κλίνων τὸ ἑαυτοῦ σῶμα ὀπίσω ὑπερηφάνως, Λουκ. Κατάπλ. 16˙ καὶ ἀπολ. (παραλειπομένου τοῦ ἑαυτόν), ἐξήλαυνον ἐπὶ λευκοῦ ζεύγους, ἐξυπτιάζων, περίβλεπτος ἅπασι τοῖς ὁρῶσι ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 12˙ πρὸς τὸ ἐναντίον τῆς ἀγωγῆς ἐξυπτιάζοντες ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλεῖ 3˙ προῄεις ἐξυπτιάζων ὁ αὐτ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 21, Κλήμ. Ἀλ. 296: - Οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ, ἐξυπτιάζεσθαι τὴν κεφαλήν, κλίνειν αὐτὴν πρὸς τὰ ὀπίσω, Ἀριστ. Ἀποσπ. 101. ΙΙ. ἀμεταβ., κάμπτομαι ἢ κλίνω πρὸς τὰ ὀπίσω, περὶ τῶν κεράτων τῶν ἱππελάφων, τὰ δὲ κέρατα ἐξυπτιάζοντα ἔχουσι μᾶλλον ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 22.
French (Bailly abrégé)
1 tr. renverser en arrière;
2 intr. se renverser ou être renversé en arrière.
Étymologie: ἐξ, ὑπτιάζω.