κατασπέρχω

Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

   A urge on, λῃστὰς δορί with a spear, Ar.Ach.1188; ἐλάτῃσι νῆα Opp.H.4.91; ὁ ἄνεμος ἰσχυρῶς -έσπερχε drove [them] on, D.C.41.46; κατασπέρχον, of circumstances, urgent, pressing, Th.4.126:—Pass., to be driven on, J.BJ4.2.4.

German (Pape)

[Seite 1380] beschleunigen, antreiben; λῃστὰς ἐλαύνων καὶ κατασπέρχων δορί Ar. Ach. 1188; Thuc. 4, 126 u. Sp., wie Nic. Th. 917; ὁ ἄνεμος ἰσχυρῶς κατέσπερχε D. Cass. 41, 46.

Greek (Liddell-Scott)

κατασπέρχω: μέλλ. -ξω, πρβλ. ἐπισπέρχω, κατεπείγω, ὠθῶ καὶ ἀναγκάζω τινὰ νὰ προχωρήσῃ μὲ ταχὺ βῆμα, ἐλαύνων καὶ κ. λῃστὰς δορί, μὲ τὸ δόρυ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1188· νῆα ἐλάτῃσι Ὀππ. Ἁλ. 4. 91, = τοῖς ἐρετμοῖς ἐλαύνειν ταχέως· -ἀπολ., ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, εἶμαι ἰσχυρός, πνέω μεθ’ ὁρμῆς, Δίων Κ. 41. 46· κατασπέρχον, ἐπὶ περιστάσεων, κατεπεῖγον, ὑπόθεσις μὴ ἐπιδεχομένη ἀναβολήν, Θουκ. 4. 126· ὄψει καὶ ἀκοῇ κατασπέρχον, κινοῦν εἰς δειλίαν, ἐκπλῆττον, Σχολ.- Παθ., καταπλήττομαι, ἐπείγομαι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 2, 4.

French (Bailly abrégé)

pousser vivement, fig. secouer ; effrayer par la vie et par le bruit en parl. d’événements.
Étymologie: κατά, σπέρχω.