λύη
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, (λύω)
A dissolution, separation: hence, faction, sedition, = στάσις, Hdn.Gr.1.306; Aeol., Dor. λύα, Alc.Supp.23.10, 5.11 (pl.), Pi.N.9.14.
Greek (Liddell-Scott)
λύη: ἡ, (λύω) διάλυσις, χωρισμός˙ ὅθεν στάσις, διαφορά, μάχη, Ἀρκάδ. σ. 103. 23˙ Δωρ. λύα, Πινδ. Ν. 9. 34.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
dissolution, séparation ; sédition.
Étymologie: λύω.