ποικιλία
English (LSJ)
ἡ,
A marking with various colours, embroidering, Pl.R.373a,401a, cf. IG 12.338.24,48; tapestry, weaving, PTeb.703.93. 2 in pl., pieces of embroidery, γραφαὶ καὶ π. X.Mem.3.8.10. II being marked with various colours, striped, spotted, Arist.HA518b16, 564a26. 2 varied aspect, diversity, γινομένης π. ἐπὶ τῶν νοσημάτων Hp.Epid.1.8; of the stars, ἡ περὶ τὸν οὐρανὸν π. Pl.R.529d; π. χρωμάτων Id.Phd. 110d; Σικελικὴν π. ὄψου Id.R.404d; ἔστι περὶ τὴν ἐργασίαν [τῶν μελιττῶν] . . πολλὴ π. Arist.HA623b26, cf. 539a3; πραγμάτων Plb.9.22.10; τῆς πολιτείας Id.6.3.3. 3 in literary style, music, etc., variety, intricacy, ornamentation, αἱ περὶ τὴν λέξιν π. Isoc.5.27, cf. D.H.Comp. 11,al.; ἡ π. τῆς λύρας Pl.Lg.812d; opp. μονῳδία, Plu.2.7b. 4 versatility, subtlety, mostly in bad sense, π. πραπίδων E.Fr.27(lyr.); ταῦτ' ἐδεῖτο λόγου τινὸς ἢ ποικιλίας D.29.1: in Surgery, οὔτετομὴ οὔτε καῦσις οὔτε ἄλλη π. Hp.Art.62. 5 complexity of a subject, Sor. 1.2.
German (Pape)
[Seite 649] ἡ, das Buntsein durch Schnitz- oder Bildwerk, Stickerei; dah. übh. die Verzierung, auch Mannichfaltigkeit; στίλβειν ἐν τῇ τῶν ἄλλων χρωμάτων ποικιλίᾳ, Plat. Phaed. 110, d; τῇ περὶ τὸν οὐρανὸν ποικιλίᾳ, Rep. VII, 529, d. ὄψων, III, 404 d; λύρας, Legg. VII. 812 d. Plat. verbindet ὑφαντικὴ καὶ ποικιλία (Stickerei) καὶ οἰκοδομία. Rep. III, 401 a (vgl. ποικιλία τοῦ ῥαφιδευτοῦ, LXX.); καὶ ζωγραφία, II, 373 a; γρα φαὶ ποικιλίαι, Xen. Mem. 3, 8, 10; ποικιλίαις κοσμεῖν λόγον, Isocr. 5, 27; u. so vom Schmucke der Rede übertr., gew. in tadelndem Sinne, Dem. 29, 1 u. Sp.; auch übertr., Geistesgewandtheit, Schlauheit, Pol. 24, 2, 2. – Mannichfaltigkeit, Wechsel, πραγμάτων, Pol. 9, 22, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλία: ἡ, (ποικίλλω) τὸ ποικίλλειν ἢ κοσμεῖν διὰ ποικίλων χρωμάτων, κέντημα, Πλάτ. Πολ. 373Α, 401Α. 2) ἐν τῷ πληθ., τεμάχια κεντημένα, «κεντήματα», ὡς τὸ ποικίλματα, γραφαὶ καὶ π. Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 10. ΙΙ. τὸ ποικίλλεσθαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 12., 6. 9, 1 κ. ἀλλ. 2) ὡς καὶ νῦν, ποικιλία, π. νοσημάτων Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 945˙ ἐπὶ τῶν ἀστέρων, ἡ περὶ τὸν οὐρανὸν π. Πλάτ. Πολ. 529D˙ π. χρωμάτων ὁ αὐτ. ἐν Φαίδ. 110D˙ Σικελικὴν π. ὄψων ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 404D˙ ἐστὶ περὶ τὴν ἐργασίαν τῶν μελιττῶν… πολλὴ π. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5, πρβλ. 5. 1, 2˙ πραγμάτων Πολύβ. 9. 22, 10˙ τῆς πολιτείας ὁ αὐτ. 6. 3, 3. 3) ἐπὶ ὕφους, μουσικῆς, κτλ., ποικιλία, ποικίλη κόσμησις, αἱ περὶ τὴν λέξιν π. Ἰσοκρ. 87Ε˙ ἡ π. τῆς λύρας Πλάτ. Νόμ. 812D˙ ἀντίθετον τῷ μονωδίᾳ Πλούτ. 2. 7C˙ πρβλ. καταπλέκω Ι. 2. 4) εὐστροφία περὶ τοὺς τρόπους, εὐφυΐα, τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, πανουργία, π. πραπίδων Εὐρ. Ἀποσπ. 27˙ ταῦτ’ ἐδεῖτο λόγου τινὸς ἢ ποικιλίας Δημ. 844. 11˙ ― ἐγχείρησις μετ’ ἐπιδεξιότητος, τομή, καῦσις, ἢ ἄλλη π. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828. Πρβλ. ποικίλος.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. 1 au propre variété, diversité (de couleurs, de mets, etc.);
2 fig. ton varié d’un discours;
II. action de broder ; αἱ ποικιλίαι les broderies.
Étymologie: ποικίλος.