πόρπη

Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

, (πείρω)

   A = περόνη, brooch, clasp for fastening dresses, esp. on the shoulders; used for piercing the eyes, E.Ph.62, Hec.1170: mostly pl., of the fastenings for women's dresses, Il.18.401, h.Ven.163, E.El.318, etc.; worn as emblem of rank by συγγενεῖς τῶν βασιλέων, LXX 1 Ma.10.89; by a Roman officer,=fibula, IGRom.1.1299 (Egypt); of a hair-clasp, Luc.Dom. 7.

German (Pape)

[Seite 685] ἡ (wahrscheinlich von πείρω, περάω, durchstechen), der Ring an der Spange, Schnalle, in welchem die περόνη befestigt war, u. übh. Spange, Heftel, Il. 18. 401, h. Ven. 164, bei der weiblichen Kleidung gebraucht; χρυσηλάτοις πόρπαισιν αἱμάξας κόρας, Eur. Phoen. 62; χρυσέαις ἐζευγμέναι πόρπαισιν, El. 318. Nach Poll. 7, 54 an der Brust, wie περόνη an der Schulter. – Einzeln bei Sp. – Hesych. erkl. auch ὁ ἀνοχεὺς τῆς ἀσπίδος, εἰς ὃν ὁ πῆχυς ἀνίεται, also = πόρπαξ.

Greek (Liddell-Scott)

πόρπη: ἡ, (πείρω) = περόνη, καρφίς, ὅθεν καθόλου, περόνη μετὰ κρίκου ἢ θηλυκώματος, «καρφίτσα», χρήσιμος πρὸς στερέωσιν ἐνδυμάτων ἐπὶ τοῦ σώματος, μάλιστα ἐπὶ τοῦ ὤμου· ἐγένετο χρῆσις αὐτῆς πρὸς διατρύπησιν ὀφθαλμῶν, Εὐρ. Φοίν. 62, Ἑκάβ. 1170· ― ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., καὶ ἐπὶ τῶν ἐν χρήσει ἐν τῷ γυναικείῳ ἱματισμῷ ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ τῷ τῶν ἀνδρῶν, Ἰλ. Σ. 401, Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 164, Εὐρ. Ἑλ. 318· ἐπὶ καρφίδος τῆς κόμης, Λουκ. περὶ Οἴκου 7.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
agrafe, particul. :
1 agrafe pour attacher le vêtement sur l’épaule;
2 agrafe ou boucle pour la chevelure.
Étymologie: πείρω.