προσκαλέω

Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

   A call on, summon, τινας Th.8.98(v.l.), S.Aj.89, Pl.Men. 82a, etc.; address, accost, ὀνόματι D.C.71.34; ἑαυτόν A.D.Synt.218.27 (Med.).    2 metaph., call forth, excite, ἔκκρισιν Sor.1.26; ἱδρῶτα ib.31.    II Med. with pf. Pass. (v. infr.), call to oneself, invite, summon, τινα v.l. in X.An.7.7.2, cf. PCair.Zen.647.25 (iii B.C), Plu. 2.354d, Luc.DDeor.19.1; τὰς κύνας Poll.5.85; esp. call to one's aid, τινα Philipp. ap. D.18.166; τινὰ ἐς τὴν πολιτείαν dub.l. in Plu.Dem. 21: c. dupl. acc., τὸ ἔργον ὃ προσκέκλημαι αὐτούς to which I have called them, Act.Ap.13.2.    2 as law-term, of an accuser, cite or summon into court, Telecl.2, Ar.V.1334; π. τινὰ ὕβρεως lay an action for assault, ib.1417; in full, π. δίκην ἀσεβείας πρὸς τὸν βασιλέα Lys.6.11, cf. 21.19, D.18.150; π. τινὰ πρὸς τὸν πολέμαρχον Lys.23.2; π. σε . . πρὸς τοὺς ἀγορανόμους βλάβης τῶν φορτίων Ar.V.1406; π. τινὰ εἰς δίκην δημοσίαν X.Mem.2.9.5; π. τινὰ πρὸς τὸν ἄρχοντα εἰς διαδικασίαν D.43.7, cf. 15; τραύματος εἰς Ἄρειον πάγον Luc.Tim.46, cf. Pisc.39:—Pass., to be summoned, λιποταξίου, ξενίας, on a charge of . ., D.39.17,18; φόνου δίκην Arist.Ath.16.8; ὑπομεῖναι προσκληθεὶς δίκην εἰς Ἄρειον πάγον submitted to be summoned . .before the Areopagus, Id.Pol.1315b21; προσκληθείς summoned, Antipho 5.13, D.49.19, cf. Ar.Nu.1277; παρὰ τοῦ . . ἔχοντος τὸν κλῆρον προσκαλεῖσθαι that citation should be made of the party in possession, D.43.7; cf. πρόσκλησις.    3 cite as witness, Pl.Lg.936e codd.; εἰς μαρτυρίαν D. 29.20 codd.; μάρτυρα Plu.2.205b.

German (Pape)

[Seite 767] (s. καλέω), anrufen, δεύτερόν σε προσκαλῶ, Soph. Ai. 89; hinzu-, herbeirufen, -holen, Plat. Men. 82 a; ἐθελοντηδὸν προσκαλοῦντες τοὺς Βοιωτούς, Thuc. 8, 98; auch med., zu Hülfe für sich, Her. 1, 69 (aber προσκαλεῖσθαί τινα ἐς λόγους, 4, 201, ist falsche Lesart für προκαλεῖσθαι); προσκαλουμένη πολλοῖς φιλήμασι, Luc. Asin. 51; προσκαλέσασθαι ἐπὶ τὸν ἀναδασμόν, Epist. Saturn. 31. – Gew. bei den Attikern = vor Gericht laden, anklagen, τινά, Ar. Nubb. 1259, τινὰ ὕβρεως, Vesp. 1417, u. öfter; καὶ δίκας τῶν Φλιασίων προσκαλουμένων οὐκ ἐδίδοσαν, Xen. Hell. 7, 4, 11, wenn es nicht hier προκαλ. heißen muß; δίκην, Lys. 21, 19; Dem. u. a. Redner oft; bes. zum Zeugniß, Plat. Legg. XI, 936 e; κλητῆρας ἔχων, Dem. 34, 13; κατὰ Δήμωνος εἰς μαρτυρίαν, 29, 20.

Greek (Liddell-Scott)

προσκᾰλέω: μέλλ. -έσω, ὡς καὶ νῦν, προσκαλῶ, τινα Θουκ. 8. 98, Πλάτ. Μένων 82Α, κτλ. 2) ἐπικαλοῦμαι, Σοφ. Αἴ. 80· ὀνόματι Δίων Κ. 71. 34. ΙΙ. Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ. (ἴδε κατωτ.)· καλῶ πρὸς ἐμαυτόν, προσκαλῶ, τινα Ξεν. Ἀν. 7. 7, 2, κτλ.· τὰς κύνας Πολυδ. Εϳ, 85· μάλιστα καλῶ εἰς βοήθειάν μου, τινὰ Ἡρόδ. 1. 69 (προσκαλεῖσθαί τινα εἰς λόγους ὁ αὐτ. 4. 201, εἶναι ἡμαρτημένη γραφὴ ἀντὶ προκαλ-), παρὰ Δημ. 283. 14· τινὰ ἐς τὴν πολιτείαν Πλουτ. Δημοσθ. 21· ― προσκαλῶ, καλῶ εἰς συμμετοχὴν ἀγαθοῦ τινος, Λουκ. Ὄν. 51 (καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., ὁ αὐτ. ἐν Ἁλιεῖ 39)· ― μετὰ διπλῆς αἰτιατ., εἰς τὸ ἔργον ὃ προσκέκλημαι αὐτούς, εἰς ὃ ἔχω αὐτοὺς κεκλημένους, Πράξ. Ἀποστ. ιγϳ, 2. 2) παρ’ Ἀττικ., ἐπὶ τοῦ κατηγόρου, ἐγκαλῶ, ἐνάγω εἰς τὸ δικαστήριον, Τηλεκλείδης ἐν «Ἀμφικτύοσι» 4, Ἀριστοφ. Σφ. 1334· προσκ. τινα ὕβρεως, ἐνάγω τινὰ ἐπὶ ὕβει, «ἐξυβρίσει», αὐτόθι 1417· πλῆρες: δίκην ἀσεβείας πρ. τινα πρὸς τὸν βασιλέα Λυσίας 104. 13, πρβλ. 163. 24., 166. 31, Δημ. 166. 32· πρ. σε... πρὸς τοὺς ἀγορανόμους βλάβης τῶν φορτίων Ἀριστοφ. Σφ. 1406· πρ. τινα εἰς δίκην δημοσίαν Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 5· πρ. τινα πρὸς τὸν ἄρχοντα εἰς διαδικασίαν Δημ. 1052. 11, πρβλ. 1054. 16· τραύματος εἰς Ἄρειον πάγον Λουκ. Τίμ. 46. ― Παθ., καλοῦμαι εἰς τὸ δικαστήριον, λιποταξίου, ξενίας, φόνου, ἐπί..., κατηγορούμενος ἐπί..., Δημ. 999. 12 καὶ 17, κτλ.· προσκληθεὶς δίκην εἰς Ἄρειον πάγον, κληθεὶς ἐνώπιον τοῦ Ἀρείου πάγου νὰ δικασθῇ, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 12, 2· ὁ προσκληθείς, τὸ κληθὲν εἰς τὸ δικαστήριον πρόσωπον, Ἀντιφῶν 131. 1, Δημ. 1190. 4, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1277· ― ὑπάρχει ἰδιάζουσα χρῆσις παρὰ Δημ. 1052. 14, παρὰ τοῦ ἐπιδεδικασμένου καὶ ἔχοντος τὸν κλῆρον προσκαλεῖσθαι, πρβλ. 1054 ἐν τέλ., καθ’ ὃν ἡ πρόσκλησίς ἐστι παρὰ τοῦ ἔχοντος τὸν κλῆρον, ἴδε πρόσκλησις. 3) προσκαλῶ ὡς μάρτυρα, Πλάτ. Νόμ. 936Ε· εἰς μαρτυρίαν Δημ. 850. 14· μάρτυρα Πλούτ. 2. 205Β. ― Ἴδε Π. Σ. Φωτιάδου Συμβολὰς εἰς τὸ Ἀττικὸν Δίκαιον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓϳ, σ. 34 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. προσκαλέσω, ao. προσεκάλεσα, etc.
1 appeler pour faire venir, mander, acc.;
2 citer, acc.;
Moy. προσκαλέομαι-οῦμαι;
I. appeler à soi :
1 mander auprès de soi, acc.;
2 appeler à son secours, acc.;
3 inviter;
II. t. de barreau;
1 appeler pour témoigner en sa faveur, acc.;
2 citer en justice, acc. : τινα εἰς δίκην δημοσίαν XÉN citer qqn pour un procès d’intérêt public.
Étymologie: πρός, καλέω.