ἐνάγω

English (LSJ)

[ᾰ],
A lead in, Ti.Locr.99e; bring in, Anon. inEN225.3 (Pass.).
II lead on, urge, persuade, ἐνῆγόν σφεας οἱ χρησμοί Hdt.5.90; ἐνῆγε τῇ συμβουλῇ κελεύων.. Id.3.1, cf. 5.104, Th.4.21, etc.: mostly c. inf., μαίνεσθαι ἐνάγει ἀνθρώπους (sc. Bacchus) Hdt.4.79; ἐνάγει προθυμίη τινὰ ἀποθνῄσκειν Id.5.49; ἐνῆγέ σφεας ὥστε ποιέειν Id.4.145; ἐ. τινὰ εἴς τι Plu.Brut.46, etc.:—Med., App.Pun. 65.
2 c. acc. rei, urge on, promote, τὸν πόλεμον Th.1.67, cf.4.24; τὴν ἔξοδον Id.2.21; τὴν στρατείαν Id.6.15; περί τινος ib.61.
III bring into court, accuse, κλοπῆς of theft, J.AJ2.6.7 (Pass.); ἐνάγω πρός τινας δίκην CPR232.24 (ii/iiiA. D.); ὁ ἐνάγων the prosecutor, Heph. Astr.3.34; ἐναγόμενος = defendant, ibid., Cod.Just.4.21.16.

Spanish (DGE)

I 1incorporar, introducir, insertar ὧν (ζώων) τὰς ψυχάς ἐπιρρύτως ἐνάγαγε (φύσις) τὰς μὲν ἀπὸ σελάνας Ti.Locr.99e, c. ac. y dat. ἡ περὶ τὰ ἔσχατα ὡς πρῶτα σπουδὴ ὄλεθρον ἡμῖν ἐνάγουσα τῆς ψυχῆς Anon.Incred.9, en v. pas., Anon.in EN 225.3.
2 c. ac. de pers. hacer venir, hacer comparecer ἐνήγαγε Μενᾶν ἴδιον ὑπηρέτην PMil.Vogl.222.8 (II d.C.), ἐνήγαγον ... αὐτοὺς ἵνα γνῶμεν ... POxy.3758.86 (IV d.C.).
II 1promover, incitar, llevar a, inducir
a) c. ac. de pers. e inf. μαίνεσθαι ἐνάγει ἀνθρώπους (Διόνυσος) Hdt.4.79, καί τινα ἐνάγει προθυμίη ... ἀποθνῄσκειν Hdt.5.49, cf. Th.8.26, Is.2.20, tb. c. ὥστε: ἐνῆγέ σφεας ὥστε ποιέειν Hdt.4.145, cf. I.BI 4.525;
b) c. ac. de pers. y compl. prep. o dat. incitar a, inducir a, ἐνῆγον ἐπὶ τὸ συνιέναι τε πᾶν τὸ Ἀρκαδικόν = inducían a todos los arcadios a unirse X.HG 6.5.6, τὴν πόλιν ἐς συμμαχίαν App.Hisp.94, cf. Plu.Brut.46, I.AI 3.40, 14.345, ἐνάγων αὐτὸν τῇ καταδοχῇ τῶν ἀνδρῶν incitándole a la aceptación de (determinadas) personas Synes.Ep.67(p.122), πρὸς τὴν πρᾶξιν Lib.Decl.9.15, en v. pas. πρὸς τὸ σέβεσθαι ... ἐναγόμεθα Gr.Nyss.Eun.3.3.3, εἰς τὴν φυλακὴν τῆς ἐντολῆς ταύτης ἐναγόμενοι inducidos a la observación de este precepto Chrys.M.58.641, cf. 63.768
en v. med. mismo sent. ἐς αὐτὰς (συνθῆκας) ... τοὺς Ῥωμαίους ἐναγαγέσθαι App.Pun.65;
c) sólo c. el ac. de pers. ἐνῆγόν σφεας οἱ χρησμοὶ λέγοντες ... Hdt.5.90, μάλιστα δὲ αὐτοὺς ἐνῆγε Κλέων Th.4.21, fig. τοὺς δὲ πολλοὺς ἐνῆγεν ἁρπαγῆς ἐλπίς I.BI 6.264;
d) c. ac. de abstr. τὸν πόλεμον Th.1.67, cf. 4.24, τὴν ἔξοδον Th.2.21, τὴν στρατείαν Th.6.15.
2 abs. insistir οὗτος ὡνὴρ πολλάκις μὲν ... τότε δὲ ... πάγχυ ἐπικείμενος ἐνῆγε Hdt.5.104, καὶ μάλιστα οἱ Συρακόσιοι ἐνῆγον Th.8.78, περὶ τοῦ Ἀλκιβιάδου Th.6.61.
III jur. entablar un pleito, interponer una demanda ἐνῆγε πρὸς ἡμᾶς δίκην entabló un pleito contra nosotros, SB 15036.24 (II/III d.C.), frec. en uso abs., sólo c. dat. de pers. ἐνάγει σοι κατὰ βίαν ἐπέλθοντι καὶ κατεσχηκότι οἰκίαν interpone una demanda contra ti por haber entrado por la fuerza y haber tomado en posesión de la casa, BGU 2173.4 (V d.C.), μὴ ἐνάγειν αὐτῷ ... περὶ οἱουδήποτε πράγματος ... μήτε χρηματικῶς μήτε ἐγκληματικῶς = no interponer una denuncia contra él sobre ningún asunto ni civil ni penalmente, SB 9763.17 (V d.C.), κληρικὸς τῷ ἰδίῳ ἐνάγων ἐπισκόπῳ Ath.Scholast.Coll.1.2 (p.10), οἱ ἐνάγοντες αὐτοῖς Iust.Edict.7.5, sin dat. expreso, Iust.Nou.53.1, 69.2, Heph.Astr.3.37.2, c. varias constr. expr. el agente ἐπὶ τούτοις Eus.Nic.Libell.4, ἑνὸς ἀνθρώπου ἀδίκως ἐναγομένου Leo Mag.Ep. en ACO 2.1.1 (p.26.5), ἵνα κἀγὼ ἐναχθῶ παρὰ τοῦ ἀγοράσαντος = para que yo sea demandado por el comprador, PSI 790.12 (VI d.C.).

German (Pape)

[Seite 824] (s. ἄγω), 1) hineinführen; Plat. Tim. Locr. 99 e; vor Gericht, also anklagen, Ios. – 2) dahin bringen, wozu antreiben, anreizen, τινά, Thuc. 4, 21. 24; τῇ συμβουλίῃ Her. 3, 1; αὐτοὺς ἀπίστασθαι, τοῦτο ποιεῖν, 5, 104 Is. 2, 20, wofür Her. τοῦτο ἐνῆγέ σφεας, ὥστε ποιέειν ταῦτα sagt, 4, 145; oft abs.; Thuc. auch τὸν πόλεμον, τὴν ἔξοδον, τὴν στρατείαν, anraten, betreiben, 1, 67. 2, 21. 6, 15, wie Sp., z. B. D. Hal. 2, 33.

French (Bailly abrégé)

amener à, s'engager à : τινα εἴς τι amener qqn à une résolution ; τινα ποιεῖν τι amener qqn à faire qch ; τινί engager dans une entreprise ; τι pousser à ou conseiller qch.
Étymologie: ἐν, ἄγω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνάγω:
1 вводить (τι Plat.);
2 приводить, убеждать, побуждать (τινά, τινὰ ποιεῖν τι и ὥστε ποιεῖν τι Her. и τινὰ εἴς τι Plut.): ἐ. τινί Her. и τι Thuc., Plut. побуждать к чему-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνάγω: μέλλ. -ξω, ἄγω ἐντός, Τίμ. Λοκρ. 99Ε. ΙΙ. ὁδηγῶ, παρακινῶ, καταπείθω, Λατ. inducere, ἐνῆγόν σφεας οἱ χρησμοὶ Ἡρόδ. 5. 90· ἐνῆγε τῇ συμβουλίῃ κελεύων... ὁ αὐτ. 3. 1· οὕτω Θουκ. 4. 21, κτλ.· τὸ πλεῖστον μετ’ ἀπαρεμφ., μαίνεσθαι ἐνάγει ἀνθρώπους (ἐνν. ὁ Βάκχος) Ἡρόδ. 4. 79, πρβλ. 5. 49, 104· ἐνῆγέ σφεας ὥστε ποιέειν ὁ αὐτ. 4. 145· ὡσαύτως, ἐνάγειν τινὰ εἴς τι Πλουτ. Βροῦτ. 46, κτλ.· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀππ. Καρχ. 65. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐπισπεύδω, παροτρύνω, ἐξεγείρω, ἐνῆγον τὸν πόλεμον (οἱ Αἰγινῆται), «πείθοντες εἰς πόλεμον προύτρεπον» (Σχόλ. Δούκα), Θουκ. 1. 67, πρβλ. 4. 24· τὴν ἔξοδον ὁ αὐτ. 2. 21· τὴν στρατείαν ὁ αὐτ. 6. 15, πρβλ. 61. ΙΙΙ. ἐνάγω εἰς δικαστήριον, κλοπῆς, ἐπὶ κλοπῇ, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 6, 7, ἐν τῷ παθ. IV. ἐπὶ μετάλλου, ἕλκω, κατεργάζομαι, BCH 9 (1885) σ. 222 ss. Coll C. Z. 37: χρυσοῦ ἐνηγμένου λ. α, κτλ.

Greek Monolingual

(AM ἐνάγω)
1. φέρνω κάποιον στο δικαστήριο, κατηγορώ, κάνω αγωγή
2. (η μτχ. ως ουσ.) α) ενάγων, -ούσα, -ον
στην πολιτική δικονομία, αυτός που υποβάλλει την αίτηση για παροχή έννομης προστασίας και προκαλεί δικαστικό αγώνα, αυτός που εγείρει αγωγή εναντίον κάποιου, ο κατήγορος, ο μηνυτής
β) εναγόμενος, -η, -ον
αυτός εναντίον του οποίου στρέφεται η αγωγή, ο κατηγορούμενος, ο εγκαλούμενος στο δικαστήριο
μσν.
ο εγκαλούμενος με αγωγή στο δικαστήριο για να πληρώσει οφειλή του
αρχ.
1. εισάγω κάποιον μέσα σε κάτι, φέρνω μέσα
2. οδηγώ, παροτρύνω, προτρέπω, παρακινώ
3. επισπεύδω, συμβουλεύω με επιμονή, εξεγείρω
4. (για μέταλλα) κατεργάζομαι.

Greek Monotonic

ἐνάγω: μέλ. —ξω,
1. οδηγώ μέσα, εισάγω ή καθοδηγώ, παρασύρω, παρακινώ, δελεάζω, Λατ. inducere, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· κυρίως με απαρ., μαίνεσθαι ἐνάγει ἀνθρώπους (ενν. ο Βάκχος), σε Ηρόδ.
2. με αιτ. πράγμ., ενθαρρύνω, παροτρύνω, προωθώ, τὸν πόλεμον, σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. ξω
1. to lead in or on, Lat. inducere, Hdt., Thuc., etc.; mostly c. inf., μαίνεσθαι ἐνάγει ἀνθρώπους (sc. Bacchus) Hdt.
2. c. acc. rei, to urge on, promote, τὸν πόλεμον Thuc.

Lexicon Thucydideum

suadere, instigare, to advise, goad on, 1.67.2, 2.21.3, 4.21.3, 4.24.2. 6.15.2, 6.61.1. 7.18.1. 8.26.1, [vulgo commonly καὶ abest is absent] 8.78.1.