λιποταξίου
From LSJ
θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
Greek (Liddell-Scott)
λῐποταξίου: γραφή, ἀγωγή, δίκη, ἐπὶ λιποταξίᾳ, Πλάτ. Νόμ. 943D, Δημ. 547. 27· λιποταξίου ἔνοχος Λυσ. 140. 1· τὰ δ’ ἐγχέλεια γράψομαι λιποταξίου· κομιδῇ γὰρ οὐκ ἦν οὐδαμοῦ, κωμικὴ φράσις, Ἀντιφ. ἐν «Κουρίδι» 2· ἴδε Πολυδ. Η΄, 42, Att. Process σ. 364· πρβλ. λιποστράτιον.