λιποταξίου
From LSJ
δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots
Greek (Liddell-Scott)
λῐποταξίου: γραφή, ἀγωγή, δίκη, ἐπὶ λιποταξίᾳ, Πλάτ. Νόμ. 943D, Δημ. 547. 27· λιποταξίου ἔνοχος Λυσ. 140. 1· τὰ δ’ ἐγχέλεια γράψομαι λιποταξίου· κομιδῇ γὰρ οὐκ ἦν οὐδαμοῦ, κωμικὴ φράσις, Ἀντιφ. ἐν «Κουρίδι» 2· ἴδε Πολυδ. Η΄, 42, Att. Process σ. 364· πρβλ. λιποστράτιον.