χαμαίδρυς

Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ῠος, ἡ,

   A germander, Teucrium Chamaedrys, Thphr.HP9.9.5, Dsc.3.98, Plin.HN24.130; gen. sg. written χαμέτρυος BKT3p.32 (v/vi A. D.).    2 = τεύκριον, Ps.-Dsc. 3.97.    3 = σκόρδιον, ib.111; also χᾰμαί-ρωψ (q. v.).

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαίδρῡς: -ῠος, ἡ, φυτόν τι, με φύλλα ὡς τὰ τῆς δρυός, κοινῶς «χαμανδρυὰ» ἢ «χορτάρι τῆς Παναγίας», Λατ. tri-sigo ἢ germander, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 5· ὡσαύτως χαμαίδρυον, τό, Βυζ. χαμαίδρωψ, ἡ, Παῦλος Αἰγ. 7. 3 (σ. 258)· πρβλ. λινόδρυς.

French (Bailly abrégé)

υος (ἡ) :
germandrée, plante.
Étymologie: χαμαί, δρῦς.