ἐμβαδόν
English (LSJ)
(A), Adv.
A by land,= πεζῇ, Il.15.505; wading, Paus.10.20.8.
ἐμ-βᾰδόν (B), τό,
A a surface, area (opp. περίμετρος, Herm.in Phdr.p.108A.), Plb.6.27.2, Phld.Sign.15,al., Hero *Deff.117, POxy.505.6 (ii A.D.), Theo Sm. p.126 H., etc.: hence, in Arith., product of integers (opp. περίμετρος 'sum'), Theol.Ar.10. II as Adj., δάκτυλος ἐμβαδός square inch, Hero *Mens.23.
German (Pape)
[Seite 803] τό, die Grundfläche, Pol. 6, 27, 2; Flächeninhalt, Mathem. einherschreitend; zu Fuß, zu Lande; ἵξεσθαι ἣν πατρίδα Il. 15, 505; Paus. 10, 20, 8; bei Strab. 2, 4, 1 em.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβαδόν: ἐπίρρ., διὰ ξηρᾶς, πεζῇ, «περπατῶντας», ἦ ἔλπεσθ’, ἢν νῆας ἕλῃ κορυθαίολος Ἕκτωρ, ἐμβαδὸν ἴξεσθαι ἣν πατρίδα γαῖαν ἕκαστος; Ἰλ. Ο. 505· πεζῇ διὰ μέσου ὕδατος, Παυσ. 10. 20, 8.
French (Bailly abrégé)
1οῦ (τό) :
1 le sol;
2 t. de math. surperficie.
Étymologie: ἐμβαίνω.
2adv.
en marchant ; par terre.
Étymologie: ἐμβαίνω.