κορυθαίολος
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui agite la crinière de son casque, càd guerrier impétueux.
Étymologie: κόρυς, αἰόλλω.
German (Pape)
(αἰόλλω), den Helm, den Helmbusch schnell bewegend, wie κορυθάϊξ, mit flatterndem Helmbusch; Hektor, Il. 2.816 und öfter; Ἄρης, 20.38. Komisch sagt Ar. Ran. 817 ἱππολόφων λόγων κορυθαίολα νείκη, helmumflatterter Kampf. Den Akzent bestätigt Arcad. p. 86; einige Alte aber schrieben κορυθαιόλος.
Russian (Dvoretsky)
κορῠθαίολος: Hom., Arph. = κορυθάϊξ.
Greek (Liddell-Scott)
κορῠθαίολος: (οὕτως παρ’ Ἀρκαδ. σ. 86· ἀλλ’ ὁ Εὐστ. 352. 28, -αιόλος), ον· (αἰόλλω)· ― κινῶν τὴν περικεφαλαίαν ταχέως, δηλ. ἔχων ἀπαστράπτουσαν περικεφαλαίαν, ἐπίθ. τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Β· 816. κτλ.· ἅπαξ τοῦ Ἄρεως, Υ. 38· κ. νείκη Ἀριστοφ. Βάτρ. 818.
English (Autenrieth)
with glancing helm; epith., esp. of Hector and Ares. (Il.)
Greek Monolingual
κορυθαίολος, -ον, και ποιητ. τ. κορυθαιόλος, -ον (Α)
1. (για τον Έκτορα και τον Άρη)
αυτός που κινεί ταχέως την περικεφαλαία ή το λοφίο της («Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ», Ομ. Ιλ.)
2. (κωμ. μτφ. για λογομαχία) σφοδρός («ίππολόφων τε λόγων κορυθαίολα νείκη», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, -υθ-ος + αἰόλος «γρήγορος»].
Greek Monotonic
κορῠθαίολος: -ον, αυτός που έχει απαστράπτουσα περικεφαλαία, σε Ομήρ. Ιλ.