τηλοῦ
English (LSJ)
Adv.
A afar, far away, in a far country, Hom., Hes., and later Ep.; τηλοῦ ἐπ' Ἀλφειῷ Il.11.712; τ. τῶν ἀγρῶν in a far-away corner of the country, Ar.Nu.138. b of Time, long ago, of old, οὐ γάρ σε . . ἀρχεύοντα νέον γεινώσκομεν ἀλλ' ἔτι τ. Epic.Oxy.1015.13; ἐξέτι τ. since olden times, IG5(2).173.1 (Tegea, iv B.C.); so perh. Ὀδυσῆΐ γε τ. ἀπώλετο νόστιμον ἦμαρ Od.17.253: c. fut., οὐδέ τι τ. ὄψεαι Opp.H.2.495. 2 c. gen., mostly, far from, Od.13.249, 23.68 (also τηλοῦ ἀπὸ . . Hes.Th.302); rare in Trag., τ. σέθεν, far from thee, E.Cyc.689. (Opp. ἀγχοῦ, ἄγχι. An obs. Adj. τηλός may be taken as the source whence come the Advbs. τηλοῦ, τηλοῖ, τηλόθι, τηλόθεν, τηλόσε, τηλοτέρω, τηλοτάτω, and Adj. τηλότερος; also τηλύς, whence τήλιστος: a form τῆλυ = τῆλε is recognized by A.D.Pron.54.28, and occurs in τηλύ-γετος: an Aeol. form πήλυι, cited by Priscian.Inst.1.6.37, Theognost.Can.160, is restored in Sapph.1.6, where however πήλοι, which is v.l. and is recommended by A.D.Adv.197.15, shd. perh. be read.)
German (Pape)
[Seite 1107] adv., wie τῆλε, fern, weitab, in der Ferne oder Fremde; Hom. u. Hes. oft; τηλοῦ ἐπ' Ἀλφειῷ, Il. 11, 712; auch c. gen., Τροίην τηλοῦ φασιν Αχαιΐδος ἔμμεναι αἴης, Od. 13, 249, wie 23, 68; τῶν ἀγρῶν, Ar. Nubb. 139; τηλοῦ ἀπό τινος, Hes. Th. 204; sp. D. Die auch den andern Wörtern τηλόθι, τηλόθεν, τηλόσε u. dem compar. u. superl. τηλοτέρω, τηλοτάτω zu Grunde liegende Form τηλός kommt nicht mehr vor; Apoll. Dysc. nimmt τῆλυ an, das sich in τηλύγετος erhalten habe. Verwandt ist es mit τέλος, vgl. Orion p. 152, 4; Butt. Lexil. II p. 201; vielleicht auch mit telum. Andere führen es auf τείνω, τάω zurück.
Greek (Liddell-Scott)
τηλοῦ: Ἐπίρρ., ὡς τὸ τῆλε, μακράν, Ὅμ., Ἡσ., καὶ μεταγεν. Ἐπικ.· τηλοῦ ἐπ’ Ἀλφειῷ Ἰλ. Λ. 712· τ. τῶν ἀγρῶν, ἐν ἐσχατιᾷ τινι τῶν ἀγρῶν, ὡς τὸ Λατ. procul terrarum, Ἀριστοφ. Νεφ. 138, ἀλλά, 2) μετὰ γεν., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, μακρὰν ἀπό..., Ὀδ. Ν. 249, Ψ. 68, οὕτω, τηλοῦ ἀπό... Ἡσ. Θεογ. 304· σπάνιον παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, τ. σέθεν, μακρὰν ἀπὸ σοῦ, Εὐρ. Κύκλ. 689. (Ἀντίθετον τῷ ἀγχοῦ, ἄγχι. Δυνάμεθα νὰ λάβωμεν ἄχρηστόν τι ἐπίθ. τηλὸς ὡς τὴν πηγὴν ἐξ ἧς προέκυψαν τὰ ἐπιρρήματα τηλοῦ, τηλοῖ, τηλόθι, τηλόθεν, τηλόσε, τηλοτέρω, τηλοτάτω, καὶ τὸ ἐπίθ. τηλότερος· ὡσαύτως καὶ τύπον τηλύς, ἐξ οὗ τὸ ὑπερθετ. τήλιστος· - τὸν τύπον τῆλυ = τῆλε παραδέχεται ὁ Ἀπολλ. π. Ἀντωνυμ. 329Β. καὶ ἀπαντᾷ ἐν τῷ τηλύγετος· - τύπος δέ τις Αἰολ. μνημονευόμενος ἐν Θεογνώστ. Κανόσ. σελ. 160, Πρισκιαν. 1, σ. 36, εἰσήχθη ἐκ διορθώσεως εἰς Σαπφ. 1. 6, ἀΐοισα, πήλυι).
French (Bailly abrégé)
1 loin, au loin ; avec un gén. : τηλοῦ τῶν ἀγρῶν AR loin dans les champs;
2 loin de, gén;
Sp. τηλοτάτω.
Étymologie: *τηλός.