τηλοτάτω

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηλοτάτω Medium diacritics: τηλοτάτω Low diacritics: τηλοτάτω Capitals: ΤΗΛΟΤΑΤΩ
Transliteration A: tēlotátō Transliteration B: tēlotatō Transliteration C: tilotato Beta Code: thlota/tw

English (LSJ)

Adv., Sup. of τηλοῦ, farthest away, Od.7.322:—Comp. τηλοτέρω, farther away, ἀπεῖναι Hp.Art.53: c. gen., farther from.., Id.Nat.Puer.31, Arat.1050:—hence Adj. τηλότερος, AP14.120 (Metrod.).

German (Pape)

[Seite 1107] adv. superl. zu τηλοῦ, am fernsten, entlegensten, Od. 7, 322.

French (Bailly abrégé)

adv;
Sp. de
τηλοῦ.

Russian (Dvoretsky)

τηλοτάτω: superl. к τηλοῦ.

Greek (Liddell-Scott)

τηλοτάτω: Ἐπίρρ., ὑπερθετ. τοῦ τηλοῦ, ἀπωτάτω, εἰς μακροτάτην ἀπόστασιν, ὡς τὸ σύνηθες πορρωτάτω, Ὀδ. Η. 322. - Συγκρ. τηλοτέρω, εἰς μακροτέραν ἀπόστασιν (ὡς τὸ πορρωτέρω), ἀπεῖναι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821· μετὰ γενικ., μακρότερον ἀπό..., ὁ αὐτ. 248. 14· - Ἐντεῦθεν ἐπίθ., τηλότερος, Ἀνθ. Π. 14. 120.

English (Autenrieth)

adv., sup. to τηλοῦ, most distant, Od. 7.322†.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. πάρα πολύ μακριά («τήνπερ τηλοτάτω φάσ' ἔμμεναι οἵ μιν ἴδοντο λαῶν ἡμετέρου», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + κατάλ. τών επιρρ. του υπερθ. βαθμού -ο-τάτω (πρβλ. μακρ-ο-τάτω)].

Greek Monotonic

τηλοτάτω: επίρρ., υπερθ. του τηλοῦ, στην πιο μακρινή απόσταση, σε Ομήρ. Οδ.· απ' όπου, το επίθ. τηλότερος, σε Ανθ.

Middle Liddell

[Sup. of τηλοῦ
farthest away, Od.